Ο μπάρμαν με τα παγερά μάτια


Το πλοίο της άγονης γραμμής κοντεύει να φτάσει στον τελικό του προορισμό και στο σαλόνι έχει πέσει βαριεστημένη ησυχία, ο επιβάτες έχουν ένα ύφος θρησκευτικής εγκαρτέρησης κι οι τηλεοράσεις παίζουν χαμηλόφωνα αυτό που παίζουν συνήθως οι τηλεοράσεις. Καλοκαίρι με τουρίστες και κουμπωμένα βλέμματα.
Και ξαφνικά θρυμματίζεται η ησυχία από δυνατό βήχα, γκούχου γκούχου παρατεταμένο από πνίξιμο. Αναστατώνονται οι επιβάτες, ανακαθίζουν στις θέσεις τους, βγαίνουν από την αναγκαστική ονειροπόληση της αδράνειας.
«Πιες λίγο νερό» συμβουλεύει κάποιος.
Βιαστικά ο άνθρωπός μας, ένας εύσωμος λίγο πλαδαρός, γύρω στα σαράντα - σαράντα πέντε, ωραιοπαθής με κόκκινο μπλουζάκι, άσπρο παντελόνι και μαλλιά του κομμωτηρίου, διασχίζει το σαλόνι με δυσκολία καθώς ο επίμονος βήχας τραντάζει το σώμα του. Φτάνει στο μπαρ και κάνει νοήματα για λίγο νερό.
«Μεγάλο μπουκάλι ή μικρό;», ρωτάει παγερά ο μπάρμαν.
Ο άνθρωπος μας πνιγμένος από το βήχα, κάνει νόημα με το χέρι, Ότι να είναι γκούχου γκούχου, φέρε μου λίγο νερό γκουχου γκούχου.
«Εβδομήντα λεπτά κύριε», λέει ασυγκίνητος ο μπάρμαν.
Σαστίζει το κόκκινο φανελάκι, δεν καταλαβαίνει.
«Το νερό, κάνει εβδομήντα λεπτά» του εξηγεί ο μπάρμαν με επίπεδη φωνή.
Ένας νέος καταιγισμός βήχα σαρώνει τον ταλαίπωρο επιβάτη, ψάχνει στο πορτοφόλι μου, ψαρεύει ένα εικοσάευρω.
«Τι είναι αυτό; Ψιλά δεν έχεις! Θα μου πάρεις όλα τα ψιλά, πώς θα δουλέψω!», αντιδρά παγερά ο μπάρμαν.
Ο επιβάτης σχεδόν στα πρόθυρα του σεληνιασμού, του κάνει απανωτά νοήματα που σε περίληψη σημαίνουν, «Πάρε το εικοσάευρω, γαμώτο, και κράτα τα ρέστα και δώσε μου επιτέλους το νερό!»
«Δεν τα κάνω εγώ αυτά τα πράγματα, δεν δωροδοκούμαι εγώ…» τον αποστομώνει ο μπάρμαν με τα παγερά μάτια και την επαγγελματική φωνή.
Τι να κάνει ο επιβάτης, ψάχνει για ψιλά, ενώ χτυπιέται σαν χταπόδι από τον ασυγκράτητο βήχα, αλλά πόσο προσεκτικά να ψάξει με τέτοιο βήχα, σκορπίζουν τα ψιλά εξαφανίζονται κάτω από τις πολυθρόνες. Συμμεριζόμενοι οι άλλοι το δράμα του, σκύβουν να βρουν τα ψιλά, να τον βοηθήσουν μπας και πάρει εκείνο το έρημο το μπουκάλι το νερό και καταλαγιάσει το βήχα του. Ο μόνος ασυγκίνητος παραμένει ο μπάρμαν και περιμένει υπομονετικά έχοντας το μπουκάλι με το νερό στο χέρι, το νερό της σωτηρίας.  
«Δώσε του το νερό ρε μπάρμαν και παίρνεις μετά τα λεφτά» προτείνει κάποιος.
«Όταν γίνεις εσύ μπάρμαν να το κάνεις έτσι, τώρα είμαι εγώ στο μπαρ και εγώ ξέρω ότι πρώτα παίρνω τα λεφτά κι ύστερα ότι δίνω ότι μου ζητήσει ο πελάτης και την καρδιά μου που λέει ο λόγος, αλλά πρώτα τα λεφτά!» το ξεκαθαρίζει άτεγκτος ο μπάρμαν.
«Ε, ας του αγοράσει κάποιος ένα μπουκάλι νερό του χριστιανού!» φωνάζει κάποια με κότσο σαν κορμό βελανιδιάς και στο μεταξύ ο πρώην ωραιοπαθής επιβάτης και νυν ήρωας του θεάτρου σκιών έχει γίνει μελιτζανής από το βήχα και από το ξεχασμένο τηλέφωνο ακούγεται μια αγωνιώδης φωνής να ρωτάει, «Τι έχεις πάθει Περικλή, τι έχεις πάθει Περικλή! Μίλησέ μου ρε Περικλέα θηρίο».
«Και γιατί δε του το αγοράζεις εσύ κυρά μου;» απαντάει κάποιος που μετράει για τρίτη φορά τα λεφτά του για να σιγουρευτεί ότι φτάνουν για να αγοράσει καφέ.
«Τι θέλεις κι ανακατεύεσαι;» λέει σκυθρωπά ο συνταξιούχος σύζυγος στον κότσο κι επιστρέφει στο σταυρόλεξο.
Και τότε ο δύσμοιρος Περικλής τραντάζεται όχι από βήχα πλέον, αλλά από σπασμό, κάνει ένα βήμα πίσω, κάνει κι ένα βήμα μπρος κι ύστερα, παίρνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, σωριάζεται λιπόθυμος και του κόβεται ο βήχας.
«Ένα γιατρό, ένα γιατρό!», ακούγονται δυνατές κι ανήσυχες οι φωνές.
«Τι να τον κάνετε τον γιατρό; Τι πανικός είναι αυτός;» λέει ένας ψηλός που μόλις έχει μπει στο σαλόνι και δεν γνωρίζει την υπόθεση. «Κάνετε χώρο να ανασάνει ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτα, με λίγο νερό θα συνέρθει, μπάρμαν φέρε γρήγορα ένα μπουκάλι νερό».
«Μικρό μπουκάλι ή μεγάλο, κύριε;»
«Δώσε ό,τι να είναι».
«Εβδομήντα λεπτά κύριε», λέει ο μπάρμαν με τα παγερά μάτια.