Η Τέφρα του Φοίνικα ή όσα ξέρει ο νοικοκύρης...

Είναι κάπως άχαρο να μιλάει κανείς γι’ αυτό που έχει φτιάξει. Όχι μόνο άχαρο, αλλά και βαρετό. Ίσως επειδή το δημιούργημα είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου, μια εμπορική καλλιγραφία. Θέλω να πω ότι απουσιάζουν οι μέρες κι οι νύχτες της αγωνίας –εν προκειμένω του γραψίματος, εκείνο το κάλεσμα των ανθρωποφάγων Σειρήνων, εκείνη η κάθετη πτώση της απογοήτευσης όταν συνειδητοποιεί κανείς ότι αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, εκείνη η δίχως έλεος μονομαχία ανάμεσα στα πολλαπλά είδωλα των ανθρώπων και τα συντρίμμια των ονείρων τους… Με δυο λόγια να σταθεί σωστά η φράση ανάμεσα στις παραγράφους των σελίδων και τα αγγίγματα των βλεμμάτων, κυρίως να σταθεί η φωνή της μέσα στο κύλισμα του χρόνου – μια τόση δα στιγμούλα που σπάζει ο καθρέφτης σαν το νερό μιας λίμνης που σημαδεύεται από μια πρόσκαιρη χαρακιά κάποιου καλοκαιρινού έρωτα.Ναι, είναι άχαρο να μιλάει κανείς για δικά του πράγματα. Άχαρο και βαρετό. Αλλά και τόσο σπαρακτικά προκλητικό…


Η Τέφρα του Φοίνικα είναι ένα μυθιστόρημα που καλύπτει μισόν αιώνα περίπου Ελληνικής ζωής, όχι όμως και Ελληνικής Ιστορίας. Ίσως επειδή με γοητεύει περισσότερο το πλαστό από το αυθεντικό, όχι δηλαδή ότι η Ελληνική Ιστορία κατά που την μάθαμε δεν είναι πλαστή. Ακόμη κι ο τίτλος του βιβλίου είναι πλαστός, μια ταχυδακτυλουργία που αυτοακυρώνεται. Ο μύθος είναι πάνω κάτω γνωστός, ένα πουλί ξαναγεννιέται από τη στάχτη του. Μόνο που όλοι ξέρουμε ότι τίποτα δεν ξαναγεννιέται από τη στάχτη εκτός από το σκοτάδι της. Η έννοια του πλαστού όπως δε μ’ αφήνει σε ησυχία, η ανέκφραστη υπόνοια ότι όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας, όλα αυτά που ονομάζουμε ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδαίσθηση –σαν αυτούς που περπατάνε στην έρημο και βλέπουν τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Η τέφρα, το σκοτάδι, ο Φοίνικας, το δαχτυλίδι της επιστροφής. Αυθόρμητα ξεπηδάει από μέσα μου η ερώτηση, Τα θέλεις και τα λες ή σου ξεφεύγουνε;

Η Τέφρα του Φοίνικα είναι ένα μυθιστόρημα χωρισμένο σε τρία μέρη. Τρία φονικά εξ αφορμής μιας βεντέτας. Εδώ η βεντέτα χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να ενοποιηθεί η ιστορία να βρουν το χώρο τους για να κινηθούν τα πρόσωπα, όλα φανταστικά, όχι όμως και λιγότερο πραγματικά. Ο χώρος κι ο χρόνος, αλλόκοτες συντεταγμένες σε σπασμένα εικοσιτετράωρα, μια καμπύλη αοριστίας σε μάχη άνιση, τη μάχη της φθοράς και της λήθης. Κι η πλοκή να καθρεφτίζεται σε λαβυρίνθους, να ασφυκτιά σε υγρούς καθρέφτες και να ανασαίνει από μια ανοιχτή φλέβα.

Το πρώτο μέρος είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Από τη διήγηση της ζωής ενός κάποιου Στάμου Καλυβωκά μαθαίνουμε για τον κανονικό πρωταγωνιστή του πρώτου φονικού. Μια διήγηση υποκειμενικής ματιάς, μια ταπεινή ζωή στοιχειωμένη από το θέλω και το φοβάμαι να θέλω. Το δεύτερο μέρος είναι γραμμένο σε στυλ δημοσιογραφικών καταγραφών. Μια απόπειρα να δοθεί μια κάποια αντικειμενική ματιά στο αλλοπρόσαλλο θύμα του δεύτερου φονικού. Το τελευταίο μέρος είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο από την σκοπιά μιας γυναίκας η οποία εν τέλει διαπράττει το τρίτο φονικό. Μια γυναίκα πολιορκημένη από αιμομικτικά φαντάσματα, μια γυναίκα της καταστροφής, ο Φοίνικας. Μια γυναίκα, ένα είδος άνιμα που όλοι κουβαλάμε εντός μας σε διάφορες λανθάνουσες μορφές, ερμαφρόδιτοι όλοι με μια κατάρα χαμένου παραδείσου. Το παράκανα; Χμ, μάλλον.

Τα πρόσωπα της Τέφρας του Φοίνικα άγονται και φέρονται από ιδιωτικά πάθη. Ζουν τυφλωμένοι απ’ αυτά τα πάθη μέσα σε ψευδαισθήσεις, δημιουργούν ένα δικό τους σκοτεινό κόσμο, μια τρύπα σα το σαράκι. Όπως είναι φυσικό τα όνειρά τους ματαιώνονται, η ζωή τους ακυρώνεται. Οι ίδιοι διαψεύδονται αλλά ακόμη και την ύστατη στιγμή αρνούνται να το παραδεχτούν. Δεν είναι πρόσωπα προς μίμηση αυτά. Αντιθέτως. Πολύ φοβάμαι όμως ότι όλοι μας, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, ζούμε με ψευδαισθήσεις, παραποιούμαι την πραγματικότητα, εθελοτυφλούμε. Δεν έχει νόημα μια τέτοια στάση, δε βγάζει πουθενά. Είναι προτιμότερο να κοιτάξει κανείς την αλήθεια, ότι κι αν στοιχίζει κάτι τέτοιο. Να πιάσει τόπο βρε αδερφέ το Γνώθι σ’ αυτόν. Μια ζωή την έχουμε. Αν και ποτέ κανείς δε ξέρει.