Αναμνήσεις από θερινό σινεμά

Το φέγγος του φεγγαριού χαρακώνει τη σκοτεινή καμπούρα της θάλασσας, μια ασημένια ρυτίδα. Ίσως γι' αυτό ξεχείλισε η νοσταλγία σαν αφρισμένη μπίρα. Μπορεί όμως κι από την ταινία που είδα στην τηλεόραση, ένα φιλμ νουάρ. Δοθείσης ευκαιρίας τα παρακολουθώ, αν και λείπει το ρίγος της παλιάς συγκίνησης, έχω χάσει τη διάθεση ή το κουράγιο για την εσωτερική ανάγνωση που απαιτούν αυτές οι ταινίες, εκείνη την επίπονη προσπάθεια της μετάφρασης των βλεμμάτων ανάμεσα στις ασπρόμαυρες φωτοσκιάσεις. Τέλος πάντων, θυμήθηκα εκείνο το καλοκαίρι πριν τριάντα χρόνια που χρημάτισα υπεύθυνος του δημοτικού κινηματογράφου στα Χανιά, δηλαδή όχι ακριβώς υπεύθυνος, ταμίας!



Θυμήθηκα το Λ. Κ. να κουβαλάει με το Φίατ από το λιμάνι τις μπομπίνες που μας στέλνανε από την Αθήνα, λες και κουβαλούσε οδούς σπιτιών που μόνο στα όνειρά μας κατοικούμε. Αργά τη νύχτα μετά την προβολή διασχίζαμε τους άδειους δρόμους της πόλης, τη νοσηρή υγρασία της, καρφιτσώναμε τις φωτογραφίες της επόμενης προβολής στη βιτρίνα προσέχοντας μη τυχόν οι φτηνές πινέζες μας τρυπήσουν τα δάχτυλα, κουβεντιάζοντας για τον Σκορτσέζε, παίζοντας σκηνές από ταινίες του Τρυφώ, επικοινωνώντας με κωδικοποιημένες φράσεις, όπως "η νοσταλγία είναι η χώρα του πουθενά" ή "η μοναξιά του Σαμουράι", ώσπου στο τέλος μεταφέραμε τον κινηματογράφο στη ζωή, δραπετεύσαμε από το σελιλόιντ και χάσαμε τα αυγά, τα πασχάλια και τη φωνή μας, μια άλλη ιστορία.

Θυμήθηκα τον μηχανικό προβολής, ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι, τού ήταν αδύνατο να κάνει προβολή δίχως να κοπεί τουλάχιστον δύο φορές η ταινία, το είχαμε συνηθίσει και περιμέναμε υπομονετικά να την κολλήσει. Μόνο που ήταν λάτρης του Περπινιάδη, παραπονιόνταν οι θεατές. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ταίριαζε η μουσική στο ύφος των ταινιών. Εκεί που χανόσουν στις γεμάτες νερό ονειρικές εικόνες του Ταρκόφσκυ, να μπαίνει σφήνα ο Περπινιάδης.

Θυμήθηκα τον υπεύθυνο του κυλικείου, όλο γκρίνια μέχρι να περάσει η πρώτη φουρνιά, ύστερα άλλαζε τροπάρι, έφερνε μπίρες κι άρχιζε να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της Ελλάδας κι όσο αυξανόταν η μπιροποσία, τόσο έμπαινε σε λεπτομέρειες δίνοντας λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Το αποτέλεσμα ήταν στη δεύτερη προβολή να μη βλέπω την τύφλα μου κι οι θαμώνες αναγκάζονταν να κόβουν μόνοι τους το εισιτήριο, να αφήνουν το αντίτιμο και να παίρνουν τα ρέστα. Μια φορά μόνο είχα μπει μέσα. Ήταν σε μια θεατρική παράσταση, κόσμος πολύς, είχα αγχωθεί, τα μπέρδεψα. Κάνοντας ταμείο, διαπίστωσα τη χασούρα, έπεσα στα μαύρα πανιά. "Πώς κάνεις έτσι; Θα τα βγάλουμε αύριο!" μου είπε ο υπεύθυνος του κυλικείου που εκτελούσε και χρέη πορτιέρη. Αυτός με έσωσε, γιατί την άλλη μέρα κρατούσε με τέτοιον τρόπο το εισιτήριο ώστε να μη σκίζεται εύκολα, οπότε ο θεατής μέσα στην κοσμοσυρροή, το συνωστισμό και το σπρωξίδι άφηνε το εισιτήριο κι έψαχνε για κάθισμα. Μού πάσαρε ο Μήτσος κρυφά τα εισιτήρια και τα ξαναπουλούσα με χτυποκάρδι. Στο τέλος του είπα, "Μήτσο σταμάτα, καλύφθηκε η χασούρα", "Άσε να βγάλουμε και τις μπίρες" μου είπε, δεν του χάλασα το χατίρι, δεν το ξανακάναμε.
Θυμήθηκα φίλους και γνωστούς να καταφτάνουν κατά παρέες μιλώντας γελαστά, έχοντας μια ελαφριά μπλούζα στο χέρι, στα μάτια παιχνίδιζε η ερωτική διάθεση, υπονοούμενα, αβέβαια αγγίγματα, τα φύλλα των δέντρων αντανακλούσαν δακρυσμένα το φως από το απέναντι καφενείο, το νυχτολούλουδο σκορπούσε τη μεθυστική του ευαισθησία σαν παρομοίωση σε ποίημα του Ρίτσου.

Από τότε δεν ξαναπήγα στον κινηματογράφο, αποκόπηκα από τη μαγεία του, στράφηκα στην τηλεόραση ή στα ντιβιντί όπου με ένα τηλεχειριστήριο μπορείς να κόψεις φέτες τον Βιμ Βέντερς, μερικές φορές όμως με πιάνει η νοσταλγία, ιδίως τον Ιούλιο όπου όλα είναι ρευστά καθώς ακροβατούν ανάμεσα στο "αντίο" και το " Τίποτα δεν πάει χαμένο".