Δυο τρία πράγματα που θυμάμαι για μένα

Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1950. Φεβρουάριο μήνα. Ο πατέρας μου καταγόταν από τον Καρβασαρά - Αμφιλοχία η σημερινή ονομασία - είχε έρθει πριν τον πόλεμο, δούλευε στα Λιπάσματα. Η μητέρα μου καταγόταν από την Ζάβιτσα, σημερινή ονομασία Αρχοντοχώρι (sic) κι ήρθε στον Πειραιά στο τέλος της δεκαετίας του ’40. Γνωρίστηκαν από προξενιό, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στο Κερατσίνι. Δεληγιάννη 85. Πώς κάνανε χωριό αυτοί οι δύο ανόμοιοι άνθρωποι δεν ξέρω.


Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος εσωστρεφής, τον θυμάμαι πάντα σοβαρό και ολιγόλογο. Εν αντιθέσει με τη μητέρα μου η οποία ήταν πολυλογού, η δυνατή τσιριχτή φωνή μερικές φορές έκανε αχρείαστο το τηλέφωνο, της άρεσε το τραγούδι, ο χορός, το κέφι. Δεν το λέω τυχαία αυτό. Αργότερα ανακάλυψα τα ίδια στοιχεία να συνυπάρχουν - όχι πάντα αρμονικά - στον εαυτό μου. Και δε νομίζω ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα μισά βιβλία από όσα έχω κάνει απευθύνονται σε ενήλικες και κινούνται σε ένα βαρύ, πνιγηρό, σχεδόν ασφυκτικό κλίμα και τα άλλα μισά απευθύνονται σε παιδιά γύρω στα δέκα δώδεκα χρονών και κινούνται σε ένα κλίμα εύθυμο και ενίοτε ξεκαρδιστικό.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα ανέφελα, θέλω να πω ότι δε βίωσα κάποιες ιδιαίτερες καταστάσεις ή εντάσεις που θα μπορούσαν να με σημαδέψουν. Το οικονομικό βέβαια ήταν ένα ακανθώδες ζήτημα, αλλά οι περισσότεροι στο ίδιο καζάνι βράζαμε, δε μας επηρέαζε ιδιαίτερα. Υπήρχαν πολλά παιδιά συνομήλικα στη γειτονιά, παίζαμε ατέλειωτες ώρες τα παιχνίδια εκείνου του καιρού, ακόμη θυμάμαι με νοσταλγία την αμπάριζα, μου άρεσε πολύ. Τα διαβάσματά μας ήταν τα ετερόκλητα κόμιξ που κυκλοφορούσαν στα περίπτερα, κλασικά εικονογραφημένα, Ντόναλντ Ντακ, Σούπερμαν, Γκαούρ Ταρζάν κτλ. Α, μην ξεχάσω και το «Μικρός Ήρως».
Για πρώτη φορά είδαμε οργανωμένη βιβλιοθήκη στη λέσχη του αγίου Ιωσήφ, μαζεύονταν εκεί τα παιδιά του Κατηχητικού. Η μαγεία της ανάγνωσης, με την έννοια της αποκωδικοποίησης των λέξεων, ήταν μια μεγάλη αποκάλυψη για όλους μας. Θυμάμαι ακόμη μερικούς τίτλους, Φαβιόλα, Το τρένο που δε σταματούσε, Ένα σημάδι στην άμμο. Από εκείνη την εξειδικευμένη βιβλιοθήκη ως τα παλαιοπωλεία της πλατείας ήταν ένα βήμα δρόμος. Και το κάναμε. Ένας νέος κόσμος ξεδιπλώθηκε μπροστά μας Κρόνιν και Πιτιγκρίλι, Στάιμπεκ και Σαρτρ και φυσικά Ντοστογιέφσκι. Είναι να μη γίνει η αρχή, ύστερα δεν σταματάει κανείς. Διαβάζαμε μετά μανίας, μιλούσαμε για αυτά, τα ανταλλάσσαμε. Δεν υπήρχε ακόμη η πρόκληση της τηλεόρασης, μόνο τα τρανζίστορ είχαν εμφανιστεί στην αγορά κι οι μεγάλοι τα αντιμετωπίζανε με δυσπιστία γιατί έπρεπε να δίνεις κάθε τόσο λεφτά στις μπαταρίες.

Πέμπτο Γυμνάσιο Αρένων Πειραιώς. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι Beatles της εφηβείας έγιναν Θεοδωράκης και Σαββόπουλος, τα ασύνταχτα διαβάσματα πήραν μορφή και σχήμα. Γιάννης Ρίτσος. Οι περισσότεροι κάναμε τις πρώτες απόπειρες να μεταφέρουμε στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα. Η Φιλολογική Βραδυνή δημοσίευσε ένα διήγημά μου. Ο πατέρας μου έκοψε τη σελίδα, την δίπλωσε προσεκτικά και τη φύλαξε στο κουτί με τα επίσημα έγγραφα της οικογένειας, φορολογικές δηλώσεις, λογαριασμοί της ΔΕΗ, συμβολαιογραφικές πράξεις, βιβλιάριο ενσήμων, βιβλιάρια ασθενείας. Η Δικτατορία μας βρήκε στην Δευτέρα Λυκείου. Ήταν μια σκιά -τροχοπέδη.

Φοίτησα στην Πάντειο αν και ποτέ δεν χρησιμοποίησα το πτυχίο για να βρω δουλειά. Από τη φοιτητική ζωή διατηρώ ζωηρές αναμνήσεις. Αντιδικτατορικές συζητήσεις, παρέες σε ταβερνάκια με λαϊκά τραγούδια, δακρύβρεχτοι και φλύαροι έρωτες, η μυσταγωγία του Θεάτρου Τέχνης και συναυλίες  κλασικής μουσικής στο Rex. Η πολιτική κι η τέχνη μας είχαν απορροφήσει, αν όχι όλους, τουλάχιστον τους περισσότερους. Εκείνη την εποχή τύπωσα με δικά μου έξοδα μια ας την πούμε ποιητική συλλογή, ευτυχώς δεν υπάρχει κανένα αντίτυπο πλέον. Στο στρατό τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, αλλά πάει κι αυτό, πέρασε, μαζί με μια απερίγραπτη επιστράτευση όπου έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

Κι ύστερα, εννοώ μετά τη μεταπολίτευση, ακολούθησε μια ανακόλουθη δεκαετία, μιλώ πλέον προσωπικά, αφού ο καθένας είχε τραβήξει το δρόμο του, είχε κάνει τις επιλογές του, έδινε τις δικές του μάχες για την επιβίωση, την καριέρα, την καταξίωση. Γάμος, παιδιά, περιστασιακές δουλειές, μετακομίσεις, ταξίδια στο εξωτερικό. Μια δεκαετία με υπαρξιακά ζητούμενα, κοινωνικές συμβάσεις και ανειδίκευτες σιωπές. Βγήκε ένα βιβλίο - κι αυτό με δικά μου έξοδα - που απηχούσε την αναστάτωση και το αξεκαθάριστο εκείνης της περιόδου. Ήταν ένα σουρεαλιστικό κείμενο, στο τέλος δεν ήξερα τι να κάνω τα τόσα αντίτυπα, αναγκαζόμουν να τα πετάω λίγα - λίγα στα σκουπίδια, δυσάρεστο συναίσθημα.

Ώσπου στις αρχές του 80 κάτι ξύπνησε μέσα μου, μια επιφοίτηση, έβαλα στη μπάντα τα παλιά χειρόγραφα και στρώθηκα πιο οργανωμένα στο γράψιμο, ενώ συγχρόνως έκανα διάφορες δουλειές για βιοπορισμό. Βγήκε το πρώτο κανονικό βιβλίο στις εκδόσεις Οδυσσέας, τους ευχαριστώ μέσα από τα χρόνια και τις απουσίες. Ακολούθησαν κι άλλα, όχι στη συχνότητα που θα ήθελα, αλλά εν πάση περιπτώσει είχα πραγματοποιήσει το όνειρό μου, είχα μπει στο χώρο του βιβλίου. Είναι μια σπάνια αίσθηση όταν βγαίνει ένα νέο βιβλίο, εκείνο το πρώτο αντίτυπο, η βιαστική ματιά αν υπάρχουν λάθη, η μυρωδιά του, η ανησυχία αν αποδίδεται σωστά η αγωνία του χειρογράφου στο τυπωμένο κείμενο, η αύρα του εξωφύλλου -μια σχέση ανάμεσα στο όνειρο και τον έρωτα. Ήταν ένας χορταστικός κύκλος ζωής με τα πάνω του και τα κάτω του, μόνο που τέλειωσε άγαρμπα και...

το 1997 επέστρεψα στον Πειραιά. Δίχως δουλειά, μπατίρης, με κομμένα τα φτερά. Μάρτιος μήνας με ψιλόβροχο. Κι έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Παρόλο που δεν είχα αποκοπεί εντελώς από τον Πειραιά, τα βρήκα όλα αλλαγμένα –μικροαστικά και αδιέξοδα. Σπίτια και μαγαζιά, στροφές και ηλιοβασιλέματα, ανθρώπους και σχέσεις. Κι όμως η μυθολογία των δυτικών συνοικιών ήταν ακόμη ζωντανή μέσα μου. Ζωντανή και γοητευτική. Δε ξέρω αν θα μπορούσα να φτιάξω ένα βιβλίο δίχως να βάλω μέσα την ΚΟΠΗ, το νεκροταφείο της Ανάστασης, το φουγάρο της ΔΕΗ και το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου όπου προσευχήθηκε τελευταία φορά ο Καραϊσκάκης. Ήταν μια εποχή που έσφιξα τα δόντια, σταμάτησα να ψάχνω για δουλειά, κλείστηκα στο σπίτι κι ασχολιόμουν αποκλειστικά με το γράψιμο. Δε μου βγήκε σε κακό.

Ανακάλυψα με κάποια έκπληξη το παιδικό βιβλίο, πήρα μερικά κολακευτικά σχόλια, αφοσιώθηκα περισσότερο, βρήκα τον κρυμμένο εαυτό μου, ή τουλάχιστον τον άλλο μου μισό. Οι εκδόσεις Ψυχογιός αναλάβανε τα περαιτέρω. Και χρόνο με το χρόνο, βιβλίο στο βιβλίο γινόμουν πια επαγγελματίας συγγραφέας, κατάφερα να ζω -έστω και περιορισμένα- με τα συγγραφικά δικαιώματα συνεπικουρούσης βέβαια και της ευγένειας των φίλων μου. Χρόνο με το χρόνο απόκτησα μια ταυτότητα, μπορούσα να αυτοπροσδιορίζομαι και παράλληλα να βελτιώνομαι σαν άνθρωπος, αφού τα βιβλία λειτουργούσαν σαν καθρέφτες, μπορούσα να δω καθαρά τις ελλείψεις, τις ασάφειες, τις αδυναμίες, τις αποσιωπήσεις.

Παράλληλα με το γράψιμο δεν εγκατέλειψα την ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία και γενικότερα την εικόνα. Με γοητεύει να επεμβαίνω ποικιλοτρόπως και να την αλλάζω, να σπάω τα περιγράμματα, να αλλοιώνω τα χρώματα, στο τέλος βγαίνει ένα κάποιο εικαστικό αποτέλεσμα κι αν βρεθεί κάποιος φιλικός χώρος τα εκθέτω. Μαζεύονται φίλοι και γνωστοί, χαιρετιόμαστε, χαμογελάμε, λέμε δυο κουβέντες για τα παλιά. Αυτό είναι όλο. Ένα χόμπι.


Κι ενώ τα πράγματα είχαν μπει σε ένα αυλάκι και πάνω που έλεγα μαζί με τους υπόλοιπους, Δόξα σοι ο Θεός, μας ήρθε η κρίση κατακέφαλα κι άντε αποξαρχής, Βοήθα Παναγιά μου! Όχι ότι με έχει επηρεάσει η κρίση ώστε να χαλάσω τη ζαχαρένια μου - είμαι φύσει και θέσει ολιγαρκής- αλλά πώς να το κάνουμε είναι άσπλαχνο να ακυρώνονται οι αγώνες τόσων γενιών για καλύτερα μεροκάματα και ανθρώπινη ποιότητα ζωής κι όλα να γίνονται συντρίμμια. Είναι μια βαριά σκιά πάνω στις γενιές που έρχονται. Ας ελπίσουμε ότι θα βρούνε έναν πιο σίγουρο και στέρεο λόγο από το δικό μας για να αρθρώσουν, ώστε να αντιπαρατεθούν επάξια στις προκλήσεις των καιρών.