Ο Στέλιος Καζαντζίδης στις Τζιτζιφιές

α
Πόσο μόνος απόμεινες, λόρδε Βύρωνα! Σαν καλντέρα ηφαιστείου.

Καληνύχτα όνειρα, καληνύχτα ταξιδιώτες.

β
Πόσο μόνος απόμεινες, λόρδε Βύρωνα
Κι ένα πλήθος τριγύρω με τετράγωνα μάτια
Και φοβισμένες κινήσεις
Εις μάτην ψάχνει τα λόγια από τη Συννεφιασμένη Κυριακή
Καθώς μας μπεγλερίζει η Ευρώπη κατά τα κέφια της
Κι είναι τα σύνορά της χώρας ληξιπρόθεσμα δάνεια
Κι ουδόλως ωφελήσανε οι κουμπαριές
Με το αθάνατο κρασί του ’21
Μήτε τα κομμένα κεφάλια
Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου των Τρικάλων
-καλοκαίρι του ’45-
Κι ούτε η αγωνία όσων τα κοκαλάκια τους άφησαν στη Χαράδρα του Νέου Παρθενώνος,
Αλλά κι αργότερα
Όταν οι ερπύστριες χαράκωναν την Πατησίων
-τέλειωνε το φθινόπωρο, 1973 η χρονιά-

Καληνύχτα ουρλιαχτά, καληνύχτα Νοέμβρη.

γ
Πόσο μόνος απόμεινες λόρδε μου! Ω, με το μπαρντόν, Μαρία,
μπερδεύτηκα προς στιγμήν…
Πώς είχα την εντύπωση ότι ονειρευόμουν
Ταξιδεύοντας στις σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας.
Τι ιστορία!

Καληνύχτα ψευδαισθήσεις.