Προπονηθήκανε με πάθος οι έξη αθλητές μήνες τώρα έχοντας τη φωταγωγημένη τους ζωή στο στόχαστρο. Στιγμή δεν έμειναν αργοί κι ούτε άλλη σκέψη νόθευε την εικόνα που κυμάτιζε στα μυαλά τους. Όταν ήρθε η κρίσιμη μέρα των αγώνων, μπήκαν στο στίβο υπό τις ιαχές των φιλάθλων κι είχαν δυνατό χτυποκάρδι. Εθερμάνθηκαν για λίγο κι ύστερα πήραν τις θέσεις τους για να τρέξουν. Απλώθηκε ησυχία στο στάδιο.
Πυροβόλησε ο εκπρόσωπος της επιτροπής κι όρμισαν οι πέντε σαν καταδιωκτικά να συλλάβουν το μέλλον, να σταθούν για μια στιγμή έξω από τη μοίρα, κυνηγώντας κι οι πέντε την φωταγωγημένη τους ζωή, να τσακώσουν μια μύγα. Έτρεχαν με φόρα κι ορμή ακάθεκτοι οι αθλητές αμιλλώμενοι την ωραία άμιλλα πλάι - πλάι, ώμο με ώμο, μέχρις ότου κάποιος μπάφιασε, απόμεινε λίγο πίσω, ξέμεινε περισσότερο και τέλος εγκατέλειψε το δάφνινο στεφάνι απογοητευμένος. Λιγουλάκι πιο κάτω δύο άλλοι μπουρδουκλωθήκανε συναμεταξύ τους, σωριάστηκαν κατά γης σα σπασμένο παιχνίδι, σκέφτηκαν πόσο μάταιο ήταν να συνεχίσουν και βάδισαν κατηφείς στα αποδυτήρια. Και μόνο οι δύο πρώτοι συνέχισαν απρόσκοπτοι να αμιλλώνται ασθμαίνοντες με τα στεγνά τους μάτια στραμμένα στην κλωστή που έπρεπε να σπάσουν, την αίγλη της ζωής τους επιτέλους να δουν να λάμπει πάνω από την πόλη.
Μα κανείς δεν παρακολουθούσε την προσπάθεια και την αγωνία τους, γιατί όλοι οι φίλαθλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους σ’ εκείνον τον έκτο που δεν ξεκίνησε ποτέ. Εκείνον τον έκτο τον κρεμανταλά που είχε πέσει σέκος αιφνιδιαστείς από το «μπαμ» του πυροβολισμού στη γραμμή εκκίνησης, ένα «κρακ» έκαμε η καρδιά του. Βιαστικά οι τραυματιοφορείς τον εναπόθεσαν απρόσεχτα στο φορείο και το ποδάρι του κουνιόταν πέρα δώθε, πέρα δώθε, πέρα δώθε.
«Ζωή σε λόγου μας…» μουρμούρισε ο εκπρόσωπος της επιτροπής κοιτάζοντας συλλογισμένα το πιστόλι του.
(Από τη συλλογή "Άσκοπη χρήση του σήματος κινδύνου" 2012)
Πυροβόλησε ο εκπρόσωπος της επιτροπής κι όρμισαν οι πέντε σαν καταδιωκτικά να συλλάβουν το μέλλον, να σταθούν για μια στιγμή έξω από τη μοίρα, κυνηγώντας κι οι πέντε την φωταγωγημένη τους ζωή, να τσακώσουν μια μύγα. Έτρεχαν με φόρα κι ορμή ακάθεκτοι οι αθλητές αμιλλώμενοι την ωραία άμιλλα πλάι - πλάι, ώμο με ώμο, μέχρις ότου κάποιος μπάφιασε, απόμεινε λίγο πίσω, ξέμεινε περισσότερο και τέλος εγκατέλειψε το δάφνινο στεφάνι απογοητευμένος. Λιγουλάκι πιο κάτω δύο άλλοι μπουρδουκλωθήκανε συναμεταξύ τους, σωριάστηκαν κατά γης σα σπασμένο παιχνίδι, σκέφτηκαν πόσο μάταιο ήταν να συνεχίσουν και βάδισαν κατηφείς στα αποδυτήρια. Και μόνο οι δύο πρώτοι συνέχισαν απρόσκοπτοι να αμιλλώνται ασθμαίνοντες με τα στεγνά τους μάτια στραμμένα στην κλωστή που έπρεπε να σπάσουν, την αίγλη της ζωής τους επιτέλους να δουν να λάμπει πάνω από την πόλη.
Μα κανείς δεν παρακολουθούσε την προσπάθεια και την αγωνία τους, γιατί όλοι οι φίλαθλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους σ’ εκείνον τον έκτο που δεν ξεκίνησε ποτέ. Εκείνον τον έκτο τον κρεμανταλά που είχε πέσει σέκος αιφνιδιαστείς από το «μπαμ» του πυροβολισμού στη γραμμή εκκίνησης, ένα «κρακ» έκαμε η καρδιά του. Βιαστικά οι τραυματιοφορείς τον εναπόθεσαν απρόσεχτα στο φορείο και το ποδάρι του κουνιόταν πέρα δώθε, πέρα δώθε, πέρα δώθε.
«Ζωή σε λόγου μας…» μουρμούρισε ο εκπρόσωπος της επιτροπής κοιτάζοντας συλλογισμένα το πιστόλι του.
(Από τη συλλογή "Άσκοπη χρήση του σήματος κινδύνου" 2012)