Οι παλιές κασέτες. Μια ραδιοφωνική εκπομπή

Πάνω στη μετακόμιση ανακάλυψα τις παλιές μου κασέτες από εποχές αχρονολόγητες. Τις άκουσα τελευταία φορά πριν τις πετάξω. Είχαν ήδη οι περισσότερες αντικατασταθεί από σιντι. Δίχως να το θέλω θυμήθηκα πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος, ένα σκονισμένο γαϊτανάκι. Προσπάθησα να κρατήσω την αίσθηση εκείνου του καιρού, άλλαξα μόνο τα ονόματα.



1.Ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος ήταν κάτι ξεχωριστό στη γειτονιά, λίγο μεγαλύτερος από μας, εκεί γύρω στα μισά της δεκαετίας του 60. Μακριά μαλλιά και φθαρμένο μπλουτζίν, ύφος αμφισβήτησης και Ρόλινκς στόουνς. Όλοι τον ζηλεύαμε, μα ήταν αδύνατο να του μοιάσουμε. Αργότερα τον είδα σ’ ένα μπαρ και τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Είχε γίνει ασφαλιστής στην Ιντεραμέρικαν.

Clown. Του Παύλου Σιδηρόπουλου από το δίσκο Zorba the Freak, 1985.

2.Ο Κούλης εργαζόταν μηχανικός στον κινηματογράφο Αίγλη. Μελαχρινός, το μαλλί του γυάλιζε από τη μπριγιαντίνη, μουστάκι λεπτό σαν περισπωμένη, παπούτσια μυτερά, κάπνιζε σα φουγάρο. Στα διαλείμματα των προβολών έβαζε πάντα αυτό το τραγούδι και μάλιστα δύο φορές, κι εμείς κοπανατζήδες από τα Αγγλικά ρίχναμε κλεφτές ματιές στο ρολόι και κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ποτέ δεν έμαθα αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που έβαζε αυτό το τραγούδι ή απλώς είχε εύκαιρο το δίσκο.

Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις, του Βασίλη Τσιτσάνη, εδώ με τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη από το Χάραμα. Η πρώτη ηχογράφηση έγινε το 1950 με τον Σταύρο Τζουανάτο.

3.Όταν πέθανε η Μαρία Κάλας η γειτονιά μας συνταράχτηκε απ’ αυτήν την άρια. Τη μετέδιδε το ραδιόφωνο, φόρος τιμής στη θεά, και κάποιος την άκουγε στη διαπασών. Για πρώτη φορά η λαϊκή συνοικία έχανε το ανθρώπινο πρόσωπό της κι αποκτούσε θεϊκή διάσταση, ένα θαύμα συντελέστηκε. Αφού να σκεφτεί κανείς ότι ράγισαν οι καθρέφτες και τα βλέμματά μας δεν ήταν πλέον όπως πριν.

Μαρία Κάλας από την Τζοκόντα του Ponchielli.

4.Τη λέγανε Βάσω, εργαζόταν στο εργοστάσιο της Ατζιπγκαζ στον Πειραιά. Τα είχε με τον Πέτρο. Ο Πέτρος, φοιτητής της Βιομηχανικής, έψαχνε τα ακόρντα του τραγουδιού σε μια παλιά κιθάρα, δυσκολευόταν, προσπαθούσε ξανά. Κάποιος αρχαίος χειμώνας με κλειστά παντζούρια. Δεν κράτησε πολύ ο δεσμός, η Βάσω ξενιτεύτηκε, ο Πέτρος βολεύτηκε στο δήμο της Νίκαιας.

Άννα, του Διονύση Σαββόπουλου, από το δίσκο το Περιβόλι του Τρελού. Λύρα, 1969.

5.Ο Νώντας ο ψηλός λάτρευε τους Doors. Όπως και τον Στηβ μακ Κουήν, την ταινία Φαρενάιτ και τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ποτέ δεν καταλάβαμε πώς τα συνέδεε αυτά τα ανόμοια πράγματα. Ίσως όμως και να μην ήταν ανόμοια. Ο Νώντας ο Ψηλός ανακατεύθηκε με τις αντιδικτατορικές οργανώσεις στη διάρκεια της Χούντας, είχε και κάτι τραβήγματα με την Ασφάλεια. Στη μεταπολίτευση τον βρήκα ιδιοκτήτη ψιλικατζίδικου στην Καλαμάτα.

Been down so long, Doors. Από το δίσκο L.A. woman 1971

6.Δυνατός φυσούσε ο αέρας στα σοκάκια της πόλης, τρεμούλιαζαν οι τέντες και οι αποστάσεις, αλμύρα στις ημερομηνίες και σκιές στη σκιά του Ενετικού κάστρου. Μπαρ το Αυγό, μια ξέφρενη παρέα, πνίγονταν οι ώρες στο ουίσκι, η νύχτα δίχως ξημέρωμα, οι κινήσεις δίχως προορισμό, κάποιος φώναξε, «Μα δεν είναι δυνατό να μην ξέρετε ούτε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη!». Ένας ξένος ήταν αυτός ο κάποιος κι είχε τη φωνή μου, ήθελα πολύ να ακούσω το τραγούδι Η Τσιγγάνα του Τσιτσάνη σε στίχους της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, αλλά δεν το ήξερε κανείς.

Ο Ξένος με τους Χαϊνιδες. Από το άλμπουμ Ξυπόλητος πρίγκηπας.

7.Και ξανά στη δεκαετία του εξήντα. Η νέα γενιά ανεμίζει τα πολύτιμα κουρέλια της, δωμάτια γεμάτα καπνό τσιγάρου, στο πάτωμα φλοκάτες, χαμηλός φωτισμός και λέξεις αλλιώτικες κλεμμένες από το Ρίτσο και το Λουντέμη - ιδιωτικές βραχογραφίες της συνοικίας που ασφαλτοστρώνεται με γοργούς ρυθμούς.

Diamonds and rust in the Bullring, Joan Baez ζωντανή ηχογράφηση στο Bilbao.

8.Ταβέρνα του επονομαζόμενου Λεπρού, στάση Προσκόπων. Γυμνό το κρασί, ελιές θρούμπες, αντζούγιες. Ανθρωπάκια της χαψιάς γερμένα στα κουτσά τραπέζια, επιστρέφοντας στο σπίτι τύφλα στο μεθύσι ξυλοφορτώνανε τις γυναίκες τους. Τα απογεύματα κοιτάζανε σα χαζοί τις στήλες του προπό, σα να βλέπανε τη σκάλα της Αναλήψεως.

Ναυάγια με τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Βασίλης Τσιτσάνης πρώτη ηχογράφηση το 1950.

9.Ο Νίκος Εγγονόπουλος μπήκε στη ζωή μας εκ λάθους, δεν έφυγε ποτέ. Κλειδοκύμβαλα της σιωπής, μην ομιλείτε στον οδηγό. Μια πλάκα σαπούνι, ο Ιταλός πυροτεχνουργός και εικόνες φλογισμένες – μια παλίρροια από κόκκινο και μπλε. Μάταια αναζήτησα αργότερα αυτήν την μαγεία στις πινακοθήκες ανάμεσα σε πρόσωπα σοβαντισμένα με γνώσεις από την Ιστορία της τέχνης – τεχνοκράτες με ύφος μπλαζέ, μελλοντικοί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Κάπως έτσι οι παλίρροιες γίνονται λιμνοθάλασσες και μας τσιμπάνε τα κουνούπια.

Κλέλια Από το άλμπουμ Η Ύδρα των πουλιών, σε στίχους του Εγγονόπουλου, με τη φωνή του Πουλικάκου και μουσική του Socos -2010.

10.Ο Μιχάλης Τ. ήταν φανατικός του Χατζιδάκι, ιδίως αγαπούσε τη Μυθολογία. Σχολνώντας από το φροντιστήριο και μέχρι να φτάσουμε στη στάση του λεωφορείου τραγουδούσε τα κομμάτια κι εμείς ανιχνεύαμε στις λέξεις τα υλικά ενός άλλου κόσμου πέραν της επικαιρότητας. Ο Μιχάλης σπούδασε στην Εμπορική, παντρεύτηκε κάποια Κική, εργάστηκε στην οικογενειακή βιοτεχνία του πεθερού του, πλαστικά είδη οικιακής χρήσεως. Τυχαία είδα το όνομά του στο εορταστικό πρόγραμμα μιας συνοικιακής χορωδίας.

Πως να κρατήσω το Φως που Βασιλεύει, από το δίσκο των Μ. Χατζιδάκη και Ν. Γκάτσου, Χειμωνιάτικος Ήλιος, 1986.

11.Περιοδικό Αθηνόραμα, ο καθρέφτης της Αθήνας ήταν το ζητούμενο. Εξάρχεια, Μαυρομιχάλη, Αραχώβης, Καλλιδρομίου, μπαρ Νταντά. Στη φωτογραφία εικονίζονται οι συνεργάτες της πρώτης φουρνιάς. Λίγο πριν τη μεγάλη πορεία στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Επέτειος της 21ης Απριλίου. 1977. Αργότερα το περιοδικό θα περνούσε στα χέρια των διαφημιστών, θα έκανε απολύσεις και θα γινόταν ο παραμορφωτικός καθρέφτης της πόλης - ευ ζην και γευσιγνωσία και ονόματα κομμένα και ραμμένα στο ύφος της μικροαστικής συνείδησης.

Νικόλας Άσιμος, Το φανάρι του Διογένη, από τον ομώνυμο δίσκο, κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1989. Η κασέτα όμως προϋπήρχε.

12.Και πάλι η φωνή του Τσαουσάκη. Δεν ξέρω γιατί έχω συνδέσει αυτό το τραγούδι με τα λαϊκά μαγαζιά που υπήρχαν στο Πέραμα τυλιγμένα με καλάμια. Ένα τραγούδι μισοτελειωμένο, κολοβό, απελπισμένο, ανολοκλήρωτο, πριμιτίφ, σχεδόν χοντροκομμένο. Ποτέ δεν χορταίνω να το ακούω. Έχω την εντύπωση ότι σημαδεύει τα σημεία του ορίζοντα αλληθωρίζοντας.

Μάγισσα της Βαγδάτης, του Βασίλη Τσιτσάνη, 1946.

13.Ένα τραγούδι μόνο για άντρες. Με ένα μυστήριο ειδικό βάρος στην ψυχή του καθενός. Ένα τραγούδι με πολλά πρόσωπα, συγκεκριμένα όσα και τα πρόσωπα που κάνουν ακρόαση. Δεν είναι τυχαίο που ερασιτέχνες κι επαγγελματίες νιώθουνε την ανάγκη να το πούνε με το δικό τους τρόπο -όλοι μας έχουμε την ανάγκη του «Σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα».

Δημοσθένους λέξις, Σαββόπουλος, από το δίσκο Βρόμικο ψωμί, Λύρα 1972.
14.Κι ένα Φάντο χαρισμένο στον κύριο Βασίλη Κ. Ήταν ναυτικός κι έπαιζε κιθάρα, ήταν λάτρης των φλαμένγκο, ξεσήκωνε τον κόσμο. Αυτός μας είχε πει, «Στην Πορτογαλία έχουνε κάτι άλλα τραγούδια, φάντος τα λένε». Χρόνια αργότερα τα ανακάλυψα και μαζί τους διέσχισα την Ήπειρο ανάμεσα σε κλαρίνα, θρήνους και μια Ελένη με γιαπωνέζικα μάτια.

Ana Moura, A penumbra.

15.Δανία 1975. Στη ζεστή κουζίνα της φοιτητικής εστίας. Ο Γιώργος Β. ο Σάκης Τ. κι εγώ κάναμε σχέδια για να φτιάξουμε μια εταιρία εισαγωγής φέτας και να καταπλήξουμε τον ξενέρωτο ντόπιο πληθυσμό. Τελικά χαθήκαμε στους δρόμους της Κριστιάνια. Απόμειναν σε μια κασέτα οι Τζέθρο Ταλ που συνόδευαν τις κουβέντες μας.

Locomotive breath, Jethro Tull από το άλμπουμ Aqualung, 1971.