Μισό κιλό κιμά

Τσιμεντένια η προβλήτα κι είναι ένα νησί δίχως χάρτη. Με τον αγκώνα ακουμπισμένο σ’ ένα στρογγυλό μπλε τραπεζάκι κάθεται ο μοναχικός πελάτης κι έχει την πλάτη του γυρισμένη στην ξεπεσμένη ταβέρνα. Ξεφτίζουν οι ώρες του δειλινού κι από την παραλία ακούγεται ο ήχος ενός μπαγλαμά, ντρίγκι ντρίγκι ντρίγκι. Φυσάει δυνατός ο αέρας.


«Πρέπει να φύγω και θα κλείσω, εσύ άμα θες να μείνεις, μείνε. Δεν πρόκειται να έρθει άλλος, ερημώνουν όλα όταν τελειώνει το καλοκαίρι», λέει ο ταβερνιάρης καθαρίζοντας το αφτί του.
Ο πελάτης απομένει μόνος και πίνει το ούζο του. Μοιάζει με φωτογραφία πολαρόιντ ενός ασκητή, μόνο που αντί ξωκκλήσι έχει την ταβέρνα για φόντο και το μονότονο ντρίγκι ντρίγκι του μπαγλαμά.

Μόλις το μεσημέρι εκείνης της μέρας είχε πετάξει τα μυαλά του σε ένα κάδο απορριμμάτων και στην αρχαία στάση του λεωφορείου άκουσε την Τρίπολη και τα Γιάννενα να ανταλλάσσουν εντυπώσεις διακοπών, η Μύκονος κι η Μήλος, η Αστυπάλαια κι η Ανάφη. Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μια πένθιμη παρέλαση από φίλους δίχως τα ονόματά τους.

Ο αέρας φυσάει όλο και πιο δυνατά, η θάλασσα αναστενάζει σα χήρα -το πλοίο της γραμμής αχνοφαίνεται πίσω από το λίγωμα του φάρου. Σ’ ένα τέτοιο πλοίο εργάζεται ο γιος τους, δεν είχε μυαλό να μορφωθεί και να προκόψει, τώρα αλλάζει τα σεντόνια στις καμπίνες. Αμ ο άλλος γιος, ο μικρός! Δουλεύει τη νύχτα σ’ ένα νυχτερινό μαγαζί, φέις κοντρόλ, λέει.
«Και δηλαδή ρε πατέρα, τι σου ωφέλησε εσένα το Πυθαγόρειο θεώρημα;» Και το μηδέν άγαν! Και οι δασυνόμενες λέξεις;» αναρωτήθηκε ο ένας.
«Ενοικιαζόμενα δωμάτια είναι πατέρα το Αιγαίο!» αποφάνθηκε ο άλλος κι αμφότεροι συμπληρώσανε, «Η Ελλάδα είναι μια πεπονόφλουδα..».

Κλείνει τα μάτια ο μοναχικός πελάτης, χορταίνει η ψυχή του σκοτάδι και πάνω στο ρέψιμο, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου ξεπροβάλει από τη θάλασσα, ενδιαφέρεται για την τύχη του στρατηλάτη. Τι να της πει τώρα;
«Εδώ δεν ξέρω γιατί γλιστράει έτσι ο δρόμος της ζωής και γιατί ανεκπλήρωτες πεθαίνουν οι επιθυμίες!» μουρμουρίζει.
«Άλλα ρωτάς, άλλα σου απαντάνε!» διαμαρτύρεται εκείνη και μπλουμ εξαφανίζεται στης θάλασσας τα βάθη, την υγρασία των ονείρων.
Μόνο που ξέχασε τα δάκρυά της στην τσιμεντένια προκυμαία. Γυναίκες, τι περιμένεις; Όλο ξεχνάνε και κάτι ώστε να έχουν άλλοθι για σούρτα φέρτα.

Πάνω στην ώρα καταφτάνει η παρέα εκείνου με τον μπαγλαμά κουβαλώντας φτηνές μπίρες, μπαγιάτικο έρωτα και προσποιητή ευθυμία -μια παρέα νεοδιόριστων δασκάλων. Αναρωτιούνται αν αξίζει την ταλαιπωρία μ’ αυτόν τον αέρα να ανάψουν φωτιά.
Η γοργόνα η αδερφή του Μεγαλέξανδρου επιστρέφει, «Τα δάκρυά μου!», λέει με αγωνία.
«Ρε σεις, καλαμάρι είναι αυτό;» αναρωτιέται η νεανική παρέα, «Μα δεν το βλέπετε ότι πρόκειται περί της γοργόνας, της θρυλικής αδερφής του Μεγαλέξανδρου!» τους ενημερώνει τους ανίδεους κι ευθύς οι ανίδεοι χρησιμοποιούν τα κινητά τους για να τη φωτογραφήσουν, προλαβαίνει ωστόσο εκείνη και μπλουμ χάνεται ξανά στης θάλασσας τα βάθη, στην υγρασία των ονείρων.

Στην υπηρεσία της Νομαρχίας από την οποία συνταξιοδοτήθηκε ο μοναχικός πελάτης της ταβέρνας, του το έκαναν σαφές οι συνάδερφοι, «Δε σε θέλουμε μέσα στα πόδια μας, κύριε Χατζηχρήστο, τα καταφέρνουμε και χωρίς εσένα», και βγαίνοντας άκουσε ένα τελευταίο σχόλιο, «Πειράχτηκαν τα νεύρα του τού φουκαρά».

Τη στιγμή που η παρέα των δασκάλων αποφασίζει να φύγει πριν τους τρελάνει ο δυνατός αέρας, ξανάρχεται ο κοιλαράς ταβερνιάρης, «Μήπως είδες μια κοπέλα;» ρωτάει, «Ναι, ήρθε μια κοπέλα», «Μια ψηλή;» «Ναι μια ψηλή», «Η κόρη μου ήταν. Είπε πού πάει;», «Όχι, δεν είπε τίποτα», «Δεν υπάρχει τίποτα στη θέση του» μουρμουρίζει ο ταβερνιάρης και φεύγει μαζί με τους υπόλοιπους.

«Μισό κιλό κιμά σου είπα να αγοράσεις καημένε κι εσύ το έκανες εθνική παλιγγενεσία!» γκρινιάζει η γυναίκα του επιστρέφοντας στο σπίτι.
Κι εκείνος απορεί, μα τι απέγιναν τόσες υπερωρίες!