Η Ιθάκη χωρίς τον Οδυσσέα


«Δεν περιμένουμε κανέναν, θεία Πόπη» λέει η Φιλίτσα –την τσίχλα δεν την αποχωρίζεται ποτέ- και απορεί πώς και τόσα χρόνια δεν το έχω πάρει απόφαση, «Περιμένουμε τον Οδυσσέα» της απαντώ με πείσμα, «Σ’ αυτό το σπίτι μου έχει δώσει ραντεβού», «Μια τέτοια επιστροφή θα είναι ο θρίαμβος της συντριβής» βγάζει γλώσσα η Φιλίτσα τάχα ότι θέλει να με προστατέψει από τα φαντάσματα, στη πραγματικότητα έχει ενστερνιστεί τις απόψεις του κυρ Γεράσιμου Κουκουρατζούλη του Προέδρου της κοινότητας, ότι είναι καιρός πλέον να γκρεμιστεί το σπίτι, διότι τώρα με την διαπλάτυνση του δρόμου εμποδίζει την κυκλοφορία, χαλάει την ομοιομορφία.


Όλοι περιμένουν με αδημονία την παραίτησή μου, αλλά εγώ αυτά τα ακούω βερεσέ, διότι όταν με το καλό επιστρέψει ο αληθινός Οδυσσέας δε θα μπορεί μόνος του να αναγνωρίσει το παρελθόν, δρόμοι και δέντρα, σπίτια και άνθρωποι, πρέπει κάποιος να τον περιμένει, να τον πάρει από το χέρι σαν παιδάκι και να τον συνοδεύσει σαν Αμερικάνο στο μοντέρνο πρόσωπο του νησιού, αυτά η Φιλίτσα δε θέλει να τα παραδεχτεί και μένα ασθενεί η ψυχή μου καθώς μέσα στις άδειες ώρες κοιτάζω από το παράθυρο τον δρόμο να αλλάζει διάθεση ανάλογα την εποχή.

Κάτω από το παράθυρό μου περνούν οι διαβάτες πηγαίνοντας στις δουλειές τους, άνθρωποι γνωστοί οι περισσότεροι, κουνάνε το κεφάλι τους, ίσως σε χαιρετισμό, ίσως από συμπόνια, τον έχουν ξεγράψει τον Οδυσσέα, έχουν ξεμπερδέψει μαζί του επειδή δώσανε το όνομά του στον κεντρικό δρόμο, επειδή στήσανε ένα άγαλμα στην πλατεία, κανείς δε θέλει να το παραδεχτεί ότι δεν είναι αυτός ο Οδυσσέας.

Δε μπορώ να ξεχάσω εκείνη τη μέρα που βρέθηκα από μια σύμπτωση μπροστά στο άγαλμα, στάθηκα ξαφνιασμένη και κοιτούσα, τα μάτια μου γέμισαν κόκκινες κηλίδες, «Δεν είναι αυτός ο Οδυσσέας» είπα στη Φιλίτσα θυμωμένη για την κοροϊδία, και συμπλήρωσα, «Πάμε στο σπίτι».
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα, χαρά Θεού, είχαμε πάει μαζί στην Τράπεζα για να πάρω τη σύνταξή μου, παλιά την έφερνε ο ταχυδρόμος, λέγαμε μια κουβέντα, κάποιο κουτσομπολιό για το πού τραβάει ο κόσμος, του άφηνα κάποιο πουρμπουάρ κι εκείνος μου χαμογελούσε ευχαριστημένος κι έφευγε κουβαλώντας την μεγάλη του τσάντα, μια ταλαιπωρημένη δερμάτινη τσάντα. Τώρα πια τη σύνταξη την εισπράττουμε από την Τράπεζα, η Φιλίτσα αναλαμβάνει να με συντροφέψει ως το υποκατάστημα της Εθνικής, γιατί έχει μεγάλη ανηφόρα ως το Περιβολάκι και φοβάται ότι θα με προδώσει η καρδιά μου.

Στην Τράπεζα καθόμαστε και περιμένουμε τη σειρά μας, οι παλιότεροι που γνώριζα έχουν συνταξιοδοτηθεί κι οι νεότεροι είναι βιαστικοί, δε θέλουν συνάφειες με τους πελάτες, πληκτρολογούν στο κομπιούτερ, υπογράφουν βιαστικά τις αποδείξεις, «Ο επόμενος» λένε σκυθρωπά με επαγγελματικό ζήλο πίσω από το τζάμι του γκισέ. Μερικές φορές ακούω το όνομα του Οδυσσέα καθώς ο υπάλληλος καλεί κάποιον να υπογράψει ένα έντυπο, στρέφω το κεφάλι ξαφνιασμένη, ανησυχώ ότι θα δω το όνειρό μου να στέκεται στην ουρά, περιμένοντας υπομονετικά την έγκριση ενός στεγαστικού δανείου και σε τίποτα δεν ωφέλησαν οι παραμυθένιες περιπέτειες, οι σκληροί θάνατοι κι οι ένδοξες μάχες, στράφι όλα και μάταια, το βλέμμα του έρωτα, η σιωπή του κι όλες εκείνες οι φιλοδοξίες –τελικώς βλέπω ένα ανθρωπάκι με κρυμμένες ώρες, μια συνωνυμία, κάποιος Οδυσσέας Νηστικός ή Οδυσσέας Τρικυμίας.

Βγαίνοντας από την Τράπεζα, στηρίζομαι στο μπράτσο της Φιλίτσας και προσπερνώ από τα καταστήματα δίχως να κοιτάζω, με τον ίδιο τρόπο  που προσπερνώ τις γιορτές ή τις εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου Το Θιάκι, ο ρεαλισμός δεν με αγγίζει, υπάρχουν τόσοι και τόσοι που με ρεαλισμό ζούνε και με ρεαλισμό περιγράφουν τη ζωή, εγώ αδυνατώ, αφήνω τις ώρες μου να γεμίζουν μισοσκόταδο.
Δε σταματώ πουθενά ως το σπίτι, με μια ανάσα βγάζω την κατηφόρα της επιστροφής, εδώ και χρόνια ταξιδεύω σε ένα δρόμο δίχως στροφές και ελλιπή σηματοδότηση, ο φωτισμός αμυδρός, σχεδόν φοβισμένος κι αν τύχει κανείς και ψάξει στην ψυχή μου θα βρει όλες τις λέξεις μολυσμένες να ταξιδεύουν σαν ψάρια με κλεμμένες τις σιωπές. Συνήθεια θα μου πεις, δε θα διαφωνήσω, διότι συνήθεια είναι κι οι ζωές των άλλων, τα ημερομίσθια τους κι οι κουμπότρυπες, τα ψόφια τραγούδια τους και τα ωράρια τα ντυμένα αγοραπωλησίες, μια συνήθεια που τους κρατάει ζωντανούς να μυξοκλαίνε το νόθο χάραμα κι ούτε προκυμαία να κρατηθούνε,  ούτε σταθμός τρένων να ανασάνουνε.

Εκείνη όμως τη μέρα βγαίνοντας από την πόρτα ασφαλείας της Τράπεζας, δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι ήθελα να περάσω από την πλατεία, να συναντήσω τα παιδικά μας παιχνίδια, «Μας πήρατε, μας πήρατε ένα τσουβάλι ψείρες», ξαφνιάστηκε η Φιλίτσα, «Επιτέλους, να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις» είπε κι αλλάξαμε δρόμο.
Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την ιχνογραφία της καθημερινότητας, διόλου διασκεδαστική, ένας τυροπιτάς διαλαλούσε το εμπόρευμα του λέγοντας μόνο τα σύμφωνα «τρπτς», ο περιπτεράς μουλωχτός σαν παραγνωρισμένη αιτία, το παρελθόν ανακυκλωνόταν μέσα στα απωθημένα του πίνοντας αέρα κοπανιστό με καλαμάκι, στο βουλκανιζατέρ μούντζωναν το πρωτοσέλιδο μιας αθλητικής εφημερίδας, στο εμπορικό κέντρο οι δικηγόροι συναγωνίζονταν τους γιατρούς σε υπεροψία, μια αλλοδαπή με τη μυρωδιά χλωρίνης κατέβαινε τις σκάλες, τα δέντρα ψάχνανε το όνομά τους και τα κλιματιστικά κρέμονταν πάνω από τα παράθυρα των σπιτιών σα δαμόκλειες σπάθες, Αγαρηνές. Ψιλικατζίδικα, κομμωτήρια, κρεοπωλεία, internet café, κοτόπουλα Ιωαννίνων και ξεψυχισμένα μάτια. «Είμαστε ισοβίτες των ονείρων μας», ήθελα να πω στη Φιλίτσα αλλά βαριόμουν τις αντιδράσεις της, «Θεία Πόπη» θα μου απαντούσε μασώντας την τσίχλα της, «Αρκετά πια με την αναμονή, την προσδοκία και την επιστροφή», νομίζει ότι δέκα χρόνια είναι πολύς καιρός, τίποτα δεν είναι δέκα χρόνια αν είναι να περιμένει κανείς την ομορφιά του κόσμου να πατήσει το κατώφλι του, τίποτα δεν είναι ούτε δέκα χρόνια, ούτε δέκα αιώνες, δεν είπα τίποτα λες κι ένας ελέφαντας πατούσε τη γλώσσα μου, στην ψυχή μου δεν φύτρωνε μήτε χειρονομία, μήτε βλέμμα.

Κι έτσι φτάσαμε στην πλατεία, ξαφνιάστηκα όταν είδα το ορειχάλκινο άγαλμα του Οδυσσέα δίπλα από ένα σιντριβάνι, «Πότε έγινε αυτό;» ρώτησα λαχανιασμένη, «Πάνε χρόνια» μου απάντησε η Φιλίτσα, η πλατεία είχε κόσμο, η νεολαία ανήμερη, οι μεγαλύτεροι πίνοντας καφέ στο καφενείο ο Πλάτανος, ονόματα του τηλεφωνικού καταλόγου, ένα αγόρι έκανε ποδήλατο.
«Πάμε στο σπίτι», είπα αυστηρά, αλλά δεν προλάβαμε, γιατί έσπευσε να μας προλάβει ο Πρόεδρος, νόμιζε ότι είχα ρίξει νερό στο κρασί μου, του έχει γίνει  έμμονη ιδέα να με στριμώξει σε κάποιο ίδρυμα ή κάποιο μουσείο, «Θα έχετε όλες σας τις ανέσεις κι ανθρώπους να κουβεντιάζετε», «Όχι, δεν το δίνω το σπίτι, ερείπιο ή όχι, εγώ δεν το δίνω, σ’ αυτό το σπίτι μού είχε δώσει ραντεβού ο Οδυσσέας, εδώ μού είπε να τον περιμένω», απάντησα σκυθρωπά και τον προσγείωσα στον δικό μου κόσμο.
«Μα ο Οδυσσέας έχει έρθει, πάνε χρόνια που έχει έρθει, τον βλέπεις, να εδώ, στην πλατεία…» είπε η Φιλίτσα, έχει κι αυτή τους λόγους της που επιμένει, όλοι έχουν τους λόγους τους.
«Δεν είναι αυτός ο Οδυσσέας που περιμένω, δεν είναι αυτός» της είπα και γυρίσαμε στο σπίτι στα μουχλιασμένα δοκάρια, τα τρύπια βλέμματα, τα υγρά γράμματα και την αναμονή κοιτάζοντας από το παράθυρο την προδοσία να στήνει ξώβεργες παγιδεύοντας τις αλλαγές του καιρού, την ανοησία των ανθρώπων.

Έκτοτε δεν ξαναπέρασα από την πλατεία δεν αντέχω στην ιδέα ότι κανείς δεν περιμένει ότι θα επιστρέψει, επιβιώνω σε μια γεωγραφία στραγγαλισμένη, εννοώ το σπίτι, τη σκάλα, το πάτωμα, το παράθυρο, το διάδρομο, το μπαλκόνι – σε μια πολυθρόνα γερμένη… ( ) Από μια πολυθρόνα κοιτάζω το δρόμο, τους επαγγελματίες με τα ιδρωμένα κλειδιά, το δάσκαλο ένα γεροντοπαλίκαρο με ύποπτο βλέμμα και αμήχανο χαμόγελο, τη Μαργαρίτα Φυλλορόη σύζυγος στρατηγού τρομάρα της, το Νεκτάριο Μπας έναν αλήτη των κάδων απορριμμάτων, τη Μαρία Μηδενάγα φεμινίστρια και χαρτόμουτρο από τα λίγα.

Ευτυχώς έχω τη Φιλίτσα και λέω μια κουβέντα, ανελλιπώς κάθε μέρα έρχεται και φέρνει φαγητό, συμμαζεύει το σπίτι, η Φιλίτσα είναι ότι μου έχει απομείνει, φυσικά δε μου διαφεύγει το γεγονός ότι αποσκοπεί στο σπίτι, γιατί πόσο θα ζήσω ακόμη, πόσο θα περιμένω; Οι τόποι όπως κι οι άνθρωποι πεθαίνουν δίχως την προσδοκία κι εμένα το μυαλό μου έχει γεμίσει νεκρές ρίζες, όσο κι αν ξεγελάω το χειμώνα, οι νεκρές ρίζες γίνονται περισσότερες.


Είπα προσδοκία και σκέφτηκα την προδοσία, ναι, ίσως ούτε δίχως την προδοσία μπορούν να επιβιώσουν οι τόποι κι οι άνθρωποι, τους κοιτάζω από το παράθυρο καθώς τεντώνουν τις ζωές τους για να ακουμπήσουν στο μαντρότοιχο του άλλου, ο τόπος αυτός είδε μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, όλο βάφουνε και βάζουνε ταμπέλες, αφήνοντας τη ζωή να ταξιδεύει  στους καθρέφτες των ονείρων. Η Φιλίτσα λέει ότι η κλεισούρα θα μου πειράξει τα νεύρα, ύστερα σωπαίνει, κάτι θέλει να πει ακόμη, το μετανιώνει, δε θέλει να με συγχύσει, «Ο Οδυσσέας θα επιστρέψει» της απαντώ με πείσμα, είμαι σίγουρη ότι οι δεκαπεντασύλλαβοι θα ανθίσουν στον κάμπο κι όλο στέλνω υπομνήματα στους υπεύθυνους τονίζω ότι πρέπει να ανοίγουμε και να κλείνουμε τα παράθυρα, ώστε να μην μένουν έρημοι οι δρόμοι της επιστροφής, ότι πρέπει να ανάβουμε τη φωτιά στο τζάκι να φανεί ο καπνός στις στέγες, να λιγώσει η καρδιά του ξενιτεμένου. Αυτοί όμως έχουν άλλες έγνοιες (,)

Από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω ένα θαλασσινό τοπίο, κάποιο ξεχασμένο κατάρτι, δυο τρεις γλάρους, μια σκελίδα σύννεφο, η θάλασσα σαν αγωγιάτης αγόγγυστα κουβαλάει το φως της μέρας στην ανηφόρα του ορίζοντα, μόνο και μόνο για να διατηρήσει το τοπικό χρώμα και να θαμπώσει τους τουρίστες κι εκείνοι βέβαια κατουρούν στα κρυφά κάνοντας το καθήκον τους απέναντι στις ξεπεσμένες ομορφιές κι είναι το μυαλό τους τρυπημένο από τους αχινούς και τις σελίδες των τουριστικών οδηγών. Το πρόσωπό μου γεμίζει σκιές από τις ομπρέλες των παραθεριστών, στο τέλος δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο κρύσταλλο του καθρέφτη, λες κι όλα τα πρόσωπα στο βλέμμα μου βρήκαν να κολλήσουν τη γλίτσα της πικραμένης τους ζωής, ο Σακαφλιάς κι η Ωραία Ελένη, ο άτυχος Ελπήνωρ κι ο τρομαγμένος Τηλέμαχος, οι νύχτες δίχως πυρετό και οι μνηστήρες της εξουσίας, σπάνια  συναντά κανείς τέτοιο αληταριό με μεταξωτές γραβάτες και μασέλες δίχως τερηδόνα, πρόσωπα με τρύπια ονόματα και καταλήξεις σε όπουλος, σε ίδης, σε άκος, σε άκης.

 «Καλέ κλείστε το παράθυρο, έχει υγρασία, δεν το νιώθετε!» είπε η Φιλίτσα ανήσυχη, ούτε κατάλαβα πότε μπήκε το φθινόπωρο, είχα αποξεχαστεί στη ρέμβη των ταξιδιών και τις αδέσποτες κουβέντες των παραθεριστών.
Κλείνω το παράθυρο, αλλά με εκνευρίζει το τζάμι ανάμεσα σε μένα και το χρόνο, δε μου επιτρέπει να ρίξω την πασιέντζα μου στο φεγγάρι, άσε που αθετεί τις υποσχέσεις και διαγράφει τις φράσεις από ένα χιλιοδιαβασμένο γράμμα, «Η ψυχή τρέφεται με το απατηλό, η μαγεία με τους καθρέφτες και οι πευκοβελόνες με το γιασεμί», ένα χιλιοδιαβασμένο γράμμα αναπάντητο, «Φυτέψαμε αλμύρα, θερίσαμε αλμύρα. Τι άλλο περιμέναμε, δηλαδή; Αφού, ακόμη κι οι καταιγίδες, μάς γύρισαν την πλάτη και καταντήσαμε τοκογλύφοι των αναστεναγμών, φυσικά με το αζημίωτο».
           
Δε μπορώ να το πιστέψω πως τέλειωσε το καλοκαίρι, απότομα σαν τη σιωπή που πέφτει σε κάποια επίσκεψη απ’ αυτές τις ‘άλλα λόγια να αγαπιόμαστε’ και τα βλέμματα ψάχνουν στα έπιπλα για τα δαχτυλικά αποτυπώματα της απουσίας (…) Βιαστικά αποστρέφω το βλέμμα μου από το δρόμο, αρπάζομαι από τον καθρέφτη, μέσα στα χρόνια είναι ετοιμόρροπες οι εικόνες, ξεκολλούνε κι άηχες σωριάζονται στο πάτωμα, για παράδειγμα μια γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας, φοράει μια φτηνή ρόμπα, τα μαλλιά της είναι αχτένιστα κι άραγε είναι η Ναυσικά, η Καλυψώ ή μήπως η Μαρία η Πενταγιώτισσα! Η Ψωροκώσταινα ή η Μπέμπα Μπλανς, ίσως η Κλυταιμνήστρα, δε μπορώ να ξεχωρίσω μέσα στα χρόνια τα χαρακτηριστικά, μια γυναίκα τέλος πάντων, με τα χείλη σφιγμένα, είναι ανήσυχα τα μάτια της καθώς αναζητά τον άντρα της όπως τον θυμόταν παλιά, συλλογισμένος να συμπληρώνει δύο στήλες ΠΡΟΠΟ μονολογώντας, «Θα γυρίσει ο τροχός» εννοώντας ότι θα ερχόταν μια στιγμή που θα ξημέρωνε Κυριακή και θα αντικρίζανε τον καιρό φρεσκοπλυμένο, όχι σπουδαία πράγματα, μια πλάκα πράσινο σαπούνι, ζεστό νερό στην κατσαρόλα και μια σκάφη- Δεν υπάρχει άντρας πια, μόνο γεράνια που πεθαίνουν στην αυλή και παραστρατημένοι μονόλογοι που παραπατούν στις ναρκοθετημένες σελίδες ενός ημερολογίου.

Μερικές φορές μπερδεύομαι κι αντί να κοιτάξω στον καθρέφτη σκοντάφτω στο τηλέφωνο, παρόλο που δεν είναι απόγευμα Παρασκευής την ώρα που μου τηλεφωνεί η Περσεφόνη Δημητριάδη να μου  παραπονεθεί με τις ίδιες πάντα λέξεις, τους ίδιους αναστεναγμούς, έχω την εντύπωση ότι ακούω τη φωνή της, «Δε μπορώ να καταλάβω πώς καταρρεύσαμε και πώς έμειναν απροστάτευτες οι κοιλιές μας που ρέμβαζαν όλο δέος το μακρινό άστρο της δύσης να φωσφορίζει σα λάγνο τσιφτετέλι. Μυστικά περάσματα από τη Θήβα και το Άργος, αποσιωπητικά στα βλέμματα, μυστήριες φράσεις της μαστουρωμένης Πυθίας, παλιοί λογαριασμοί ανεξόφλητοι… Πού είναι τα σπίτια μας με τα ανεμοδαρμένα αετώματα και τα αστραφτερά πλακάκια του μπάνιου; Πού είναι τα σκαλιστά μας έπιπλα και το γυαλισμένο παρκέ που έτριζε στα νυχτερινά βήματα; Πού είναι εκείνο το «πάντα» που μας νανούριζε; Πού είναι οι χειραψίες και τα αέρινα φιλιά; Τι απόγινε το θρόισμα του φουστανιού κι ο λυγμός από τις μεταξωτές κάλτσες; Πώς πέσανε θύματα των οικοδομικών εργασιών οι αισιόδοξες αυλές μας, πώς σβήσανε τα πεζοδρόμια με τις περήφανες σκιές μας, για να μη θυμηθώ τις αμερικάνικες ρόμπες μας και τα μπικουτί στα μαλλιά μας.  Δε μπορώ να καταλάβω πώς καταρρεύσαμε, ένα κοτζάμ κάστρο, απόρθητο που το θεωρούσαμε, γκρεμίστηκε από ένα σύννεφο...»

Η Περσεφόνη Δημητριάδη ένα σύννεφο κι εγώ δεν ξέρω τι να απαντήσω, αν και δεν περιμένει να απαντήσω, κανείς δεν περιμένει τίποτα από κανέναν, όλοι την τηλεόραση εμπιστεύονται κι ίσως γι’ αυτό έχουν γίνει τόσο καχύποπτοι αντιμετωπίζοντας το αύριο, αλλά και το χθες, ασφυκτικά περιορίζοντας τον χρόνο, «δεν προλαβαίνουμε», ακούς συχνά να λένε και στο μεταξύ κατά πώς μαθαίνω έχουν ανοίξει τρύπες με γεωτρύπανα ανάμεσα στις ώρες, μάλιστα με γεωτρύπανα, και με λάσπη για τσιμεντόλιθους αντικαθιστούν τα όνειρα κι όλο συναντάς αριθμητικές προτάσεις μια τυφλής Γεωμετρίας, καμπύλες παντού, σπασμένα τόξα, λες κι όλες οι ευθείες ντύθηκαν το άλγος της νοσταλγίας.
Στο τέλος όλοι το αναγνωρίζουν ότι γέμισαν τα χρόνια τους με περιστέρια δίχως ουρά κι είναι σαρακοστιανές οι αναμνήσεις τους, και να πεις ότι κάπως ωφέλησε η λεβάντα, μπα, τίποτα, Σαρακοστιανές οι αναμνήσεις τους με φθόγγους μπαγιάτικους από ακυβέρνητα αγγίγματα, και να πεις ότι αναστέναζε κάπου εκεί κοντά η σκιά ενός εξαίσιου ναυαγίου, μπα, τίποτα, αφού ο φάρος λειτουργεί κανονικά στο έμπα του λιμανιού.

Η Ιοκάστη περνάει από το δρόμο και παραμιλάει δυνατά, καραμούζα η φωνή της, «Μου φούσκωσε τα μυαλά με μεγάλα λόγια, ότι τάχα δεν είχε γεννηθεί πριν αντικρίσει τα μάτια μου, πριν αγγίξει τα χείλη μου, πριν βυζάξει τον αναστεναγμό μου, πριν χαθεί στο σταυροδρόμι των ποδιών μου. Μεγάλα λόγια για να προσθέσει αμέσως ότι τάχα εγώ τον πυροβόλησα στην κοιλιά. Μα αφού μάτια μου ήταν ανίκανος, ανίκανος
Κι η μαρίδα στο κατόπι της να φωνάζει εν χορώ, «Ανίκανος μάτια μου, ανίκανος».

Αδειάζει ο φθινοπωρινός δρόμος και απομένω με τη μελαγχολική μου διάθεση, πάντα το φθινόπωρο με πιάνει μια μελαγχολική διάθεση, κουράζομαι να σχηματίσω το πρόσωπο του Οδυσσέα στο μυαλό μου, μερικές φορές πιστεύω ότι θα αντικρίσω ένα παιδάκι με ναυτικά ρούχα κι άλλοτε έναν Αμερικάνο με την προφορά του Μπρούκλιν κι ύστερα σκέφτομαι ότι ενδεχομένως η ψιλοβελονιά στις φυλλωσιές της ελιάς να είναι αυτή που φέρνει τη βροχή, θέλω να πω ότι το ένα εγκλωβίζεται στο άλλο, όπως οι λέξεις στην ιστορία που δημιουργούν και στο τέλος δεν ξέρεις αν η ιστορία φτιάχνει τις λέξεις ή οι λέξεις την ιστορία.

Ντριν, διακόπτει τους συλλογισμούς μου το κουδούνι της εξώπορτας, «Η Φιλίτσα θα είναι, θα ξέχασε πάλι το κλειδί της» σκέφτομαι, είναι η μέρα που θα πάμε στην Τράπεζα για τη σύνταξη, τα βήματά μου σημαδεύουν το φθαρμένο χαλί, στο κατώφλι στέκεται ένας πλασιέ, έχει πρόσωπο μακρόστενο και αυτιά σαν τα χάλκινα πιάτα στις στρατιωτικές μπάντες.
 «Δεν χρειάζομαι τίποτα» του λέω αυστηρά, αφού προς στιγμή νομίζω ότι είμαι η γοργόνα η αδερφή του Μεγαλέξανδρου.
         
Δεν είναι τυχαίο που απεχθάνομαι τους πλασιέ, γιατί όταν κάποιον χειμώνα συνάντησα τον Ευκράτη Δεινόπουλο, σύντροφο του Οδυσσέα, και τον ρώτησα όλο λαχτάρα να μου πει για την επιστροφή του, εκείνος είπε, «Αδίκως περιμένετε, ουδέποτε θα επιστρέψει, έχει πεθάνει στην αφετηρία του γυρισμού. Κι ενώ εγώ του το είχα πει, δε γίνεται αγαπητέ μου να βρίσκεσαι μονίμως στην αφετηρία, έτσι του είχα πει! Πρέπει να το πάρετε απόφαση, κυρία μου, δύσκολα δραπετεύει κανείς από τον εαυτό του», «Η επιστροφή του Οδυσσέα είναι θέμα χρόνου» τον αποστόμωσα, δηλαδή δεν τον αποστόμωσα γιατί συνέχισε, «Ζούμε σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, ως εκ τούτου οφείλουν ακόμη και τα όνειρά μας να έχουν κάποιον επαγγελματισμό». Του έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα, άρπαξα τον τηλεφωνικό κατάλογο κι άρχισα να διαγράφω ονόματα και διευθύνσεις, όλο το θίασο σκιών, Παναγιώτης Βατσιμάνης, Κομνηνός Αχειροποίητος, Γιάννης Πολιτόπουλος...
         
Και τώρα, μπορεί κανείς να μου εξηγήσει πώς έπεσε από μόνο του το κλειδί της ντουλάπας; Μυστήριο. Το κλειδί έπεσε από μόνο του σα να έκανε βουτιά στην Αχερουσία λίμνη τη στιγμή που διαγράφω το όνομα του Πολιτόπουλου, μια συμπαιγνία ημιθανών, δε το βάζω κάτω, βάζω το κλειδί στην ψωμιέρα πλάι από τις εικόνες που πέσανε από τον καθρέφτη και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στις εφημερίδες, εφημερίδες της προηγούμενης βδομάδας, μου της φέρνει κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος του Ομήρου, τις χρησιμοποιώ για να βάζω φαγητό στις γάτες, ρίχνω όμως και μια ματιά, «Το πεπρωμένο είναι αναπόφευκτο», «Κοροϊδευόμαστε τώρα; Δεν υπάρχουν θεμέλια για το μέλλον, παλάτια στην άμμο…», «Ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου είναι οι φόβοι του», «Το Σωματείο των εργαζομένων στις τηλεπικοινωνίες σας καλεί στον αποκριάτικο χορό του…»

«Σταυρόλεξο λύνεις; Δεν είναι ώρα για σταυρόλεξα!» μου φωνάζει η Χαρίκλεια που προσπερνάει, ανασούμπαλη, άσχημη, σκυφτή, η μύτη της μεγάλη σα χειρολαβή λεωφορείου το περπάτημα αργό, κουρασμένο, το χτένισμά της αλλόκοτο. Την κοιτάζω σιωπηλά περιμένοντας τη συνέχεια πριν χαθεί στη στροφή του δρόμου, «Ο Οδυσσέας κι οι τύποι σαν κι αυτόν αφήνουν γυμνές τις ψυχές μας, είναι δέσμιοι των μύθων και των ποιημάτων…».
Συνωμοτούν όλοι, έχουν βαλθεί να με πεθάνουν για να αφήσουν γυμνό το χάρτη.

«Σε ποιον αιώνα νυχτωθήκατε, θεία Πόπη;» ρωτάει η Φιλίτσα από την εξώπορτα κι ακούγονται τα βήματά της στο διάδρομο, ίσα που προφταίνω να ξαποστείλω τις σκιές στον καθρέφτη, το χιλιοδιαβασμένο γράμμα να φυτέψω στο ψωμί, ίσα που προλαβαίνω να βγάλω το κορδελάκι από τα μαλλιά.