Requiem

Ο λόρδος Βύρων πεθαίνει (Σχεδίασμα α)

[2]
Σουλιώτες μεθυσμένοι σκουντουφλούσανε στη σκάλα
Απανωτές οι ντουφεκιές πέφτανε στη σάλα
Ματωμένη σήψη της αλλήθωρης ζωής
Κι ήταν τα γεγονότα αποτρόπαια συμβάντα
Ανάμεσα σε τρόπαια άφυλλου ανδριάντα
Πηχτός αέρας συννεφιασμένης Κυριακής

[3]
Αξιώματα αβέρτα \ τεμπελόσκυλα σωρό
Και τα ζάρια στην κουβέρτα \ μες της ώρας το κρυφτό
Σηκωτόν πήραν τον Χάρο \ από της πόλης τις σκιές
Και τον βγάλανε με κάρο \ και τον κλαίγαν με γητειές.
Φορεσιά θανάτου αίγλη \ και οι κότες κοκοκο
Δηλητήριο το μέλι \ φουστανέλα στο χορό
Είν’ οι κλέφτες μαύρο χάλι \ μπούλμπερη και κουρνιαχτός
Μία τρίχα στην αιθάλη \ να στενάζει ο μισεμός
Της ομίχλης στραβωμάρα \ ο αγώνας ορφανός
Των Ελλήνων φαγωμάρα \ κι είν’ ο νόστος στεναγμός
Του Τζαβέλα του Τρομάρα \ η φωνή του προσταγή
Και της Δέσπω η λαχτάρα \ κύματα στην κουπαστή
Προδομένα είναι τ’ άστρα \ στ’ ακρογιάλι του ’ρανού
Κι είναι άπαρτα τα κάστρα \ βρύσες του καλντεριμιού.
Ωδή στου Άδου την κατάρα \ ένα ψεύτικο φλουρί.
Και τοιουτοτρόπως άρα \ όλα γυρνάνε στην αρχή.