"Αν ακούει κανείς"

Στη δεκαετία του ’60 υπήρχε η μόδα των ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών. Μιλάμε για κοινωνικό φαινόμενο, σωστή λαίλαπα. Οι πειρατές των ερτζιανών εμφανίζονταν σαν τα μανιτάρια. 


Οι περισσότεροι από τους πομπούς ήταν μικρής εμβέλειας. Μερικοί δεν ξεπερνούσαν καν τη γωνία της γειτονιάς τους. Λέξεις όπως λυχνία, σήμα, σε λαμβάνω καμπάνα, πηνίο, μετασχηματιστής είχαν γίνει ψωμοτύρι μαζί με το «αφιερωμένο εξαιρετικά». Μπορούσες να ακούσεις τα πιο απίθανα τραγούδια, τις πιο απίθανες συνομιλίες και τις πιο απίθανες εκπομπές. Ποιος λίγο ποιος πολύ, πάντως οι περισσότερο εκείνη την εποχή είχαμε στηθεί πίσω από ένα μικρόφωνο κι είχαμε χαρίσει με μελωμένη φωνή το I put a spell on you ή το Crazy love (αυτά θυμήθηκα εν τη ρύμη του λόγου) σε κάποια Λιάνα με τολμηρό μίνι.
Περισσότερο όμως εντύπωση μου έκανε όταν κάποια νωθρά μεσημέρια καλοκαιριού ανοίγοντας το τρανζίστορ έπεφτα πάνω σε κάποιον μοναχικό πειρατή να καλεί κάποιον άλλον. Εδώ BLC , αν ακούει κανένας φίλος να απαντήσει, όβερ. Για ώρα πολλή άκουγες τη φωνή του να καλεί κάποιον στη συχνότητά του. Υπομονετικά, ακούραστα.

Κάποτε τέλειωσαν όλα αυτά, έγιναν επίσημα, κερδοφόρα, απελπιστικά.

Σαράντα χρόνια αργότερα νάμαστε πάλι εδώ. Δίχως τα ερτζιανά να μας ενώνουν, αλλά τον ψηφιακό κόσμο του Διαδικτύου. Μοναχικοί πίσω από site και blogg, καλούμε μονότονα κι ακούραστα σαν ένα μακρόσυρτο αμφίβολης αποτελεσματικότητας «Κύριε ελέησον» κάποιον στη συχνότητά μας. Κανείς δεν ανταποκρίνεται, αλλά εμείς συνεχίζουμε επίμονα όπως παλιά. «Αν ακούει κάποιος, αν ακούει κάποιος, αν ακούει κάποιος…»

Και να πεις ότι έχουμε -οι περισσότεροι- να πούμε κάτι ξεχωριστό! Μπα, τίποτα. Απλώς η αίσθηση της επικοινωνίας, ένα φτωχικό αντίδωρο της σκόρπιας ζωής.