Σ’ ένα οικόπεδο τρίψαμε τις κοιλιές μας σα φίδια. Η βροχή είχε φτάσει στο μεδούλι, ανάσα στην ανάσα και ψέματα στα ψέματα -η αρχαία θλίψη.
Σ’ ένα καφενείο που ξενυχτούσε πλάι από τα ψαράδικα ήπιαμε ένα τελευταίο κονιάκ. Ξαφνικά τινάχτηκες απότομα στην πίστα να χορέψεις. Μόνη σου, πλάι από το βραχνό μεγάφωνο -ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Πήρε φωτιά η πίστα, κάηκε το μπουρδέλο.