Εξπρεσιονισμός


Φυσούσε μανιασμένα εκείνη την Κυριακή το απόγευμα. Η συννεφιά κυνηγούσε τον εαυτό της και τρέμανε οι τέντες και τα κατάρτια -κουρελιάζονταν οι σημαίες. Τα κύματα σπάζανε σαν τσόφλια στον ατέλειωτο λιμενοβραχίονα. 


Η Ολυμπιακάρα έσκιζε στο πρωτάθλημα κι είχανε πλακώσει αρκετοί νεκροθάφτες στο ράδιο και την τηλεόραση. Οι προλετάριοι είχαν βολευτεί σε τριάρια, αναπολώντας ημερομηνίες και η δεκαετία του ’60 είχε μεταποιηθεί σε φαρμακαποθήκη με παυσίπονα και ηρεμιστικά.
«Οι προκηρύξεις μας γίνανε σκουπίδια πίσω από τα μπουζουξίδικα» είπες κι είχες ένα ψαροκόκαλο στο λαιμό.
Φαντάσματα κυκλοφορούσαν στα στεγανά της μνήμης κι ο έρωτας ήταν ένα δέντρο λουσμένο σε ασπρόμαυρο φως. Κυριακή απόγευμα κι είχαμε ξεμείνει στον Ιστιοπλοϊκό πίνοντας κόκκινο κρασί.
«Μια τρύπα στο νερό κάναμε» είπες δυνατά και το γκαρσόνι μας παρακάλεσε να φύγουμε χωρίς φασαρίες.
Κούλε. Αλμύρα και τουρτουρίζαμε. Κρεμιόσουν από το μπράτσο μου κι εγώ σ’ ακολουθούσα σαν πιστό σκυλί που οσμίστηκε το θάνατό του. Νύχτωνε πια στην 25η Αυγούστου. Ρολά κατεβασμένα κι ο κόσμος λιγοστός.
Στη μισοφωτισμένη είσοδο της πολυκατοικίας περιμένοντας το ασανσέρ φιληθήκαμε σαν κολασμένοι που ξέφυγαν από το νεκροταφείο. Πόσο κρατάει ένα φιλί; Φιλί της αλμύρας. Τα μάτια σου στάζανε φαρμάκι και τα νύχια σου μπήχτηκαν με μανία στο δέρμα μου. Οδοφράγματα υψώθηκαν στις εθνικές αρτηρίες, θρύψαλα οι κυβερνητικές ανακοινώσεις.
Ήρθε το ασανσέρ και πάλι δυσκολεύτηκες να βρεις το κλειδί. Βρισιές και κλάματα, υστερίες και ψόφια παρακάλια. Στο τραπεζάκι ένα μαραμένο ηλιοτρόπιο. Στο πάτωμα σκορπισμένα τα κομμάτια του βάζου που είχες βάλει τα χρυσάνθεμα. Αναθυμιάσεις ονείρων, σκιών και νοσταλγίας -χιλιάδες χρόνια ερημιάς.
Στα ορυχεία της ψυχής ανάσαινε ο πυρετός σου και στους τοίχους έσβηνε σαν ηλιοβασίλεμα ο γερμανικός εξπρεσιονισμός.
«Τι θες;»
«Εσένα.»
«Τι θες από μένα;»
«Να θέλω εσένα.»
Έψαξες στο ράδιο κάποια νυχτερινή εκπομπή με αφιερώσεις. As tears go by.