Πουλιά με δύο κεφάλια


Χαράματα αχνά, απροσδιόριστα - οι εργάτες τραβούσαν για τη δουλειά με κουστουμάκια μαλαματένια και δόντια δανεικά - χαράματα που τ’ αρνήθηκαν οι πετεινοί κι οι προφητείες. Χαράματα κι εμείς επιστρέφαμε από το σκοτάδι, όλη τη νύχτα γυρνάγαμε καταναλώνοντας ρακή σε δρόμους με θλιμμένα μαγαζιά και άδεια φώτα. Ψάχναμε το κλειδί να μπούμε στο σπίτι, όχι στον Τεκέ, στην πόλη. Εδώ κλειδί εκεί κλειδί, τίποτα. Δε βλέπαμε την τύφλα μας και γι’ αυτό, αλλά νομίζαμε ότι το διαμέρισμα μας είχε κλείσει έξω από τη ζωή. Με τα πολλά καταφέραμε και μπήκαμε – συντρίμμια νοτισμένου καιρού.
Αχνοφώτιζε η μέρα από το παράθυρο, δικέφαλα πουλιά ζυγιάζονταν πάνω από το κρεβάτι με την πένθιμη συννεφιά - τα σα εκ των σων. Σύμβολα και παραισθήσεις, ηλεκτρισμένες μουσικές και μαραμένα άνθη.

«Χίλια χρόνια ταξίδευα λαθραία στις φλέβες σου» είπα.
«Μαύρο είναι το χρώμα που αγαπώ» πρόλαβες να πεις πριν σε καταπιεί η τουαλέτα.