Μακριά σου είναι όλα άδεια


Μακριά σου είναι όλα άδεια. Από πού να ξεκινήσει αυτό το αναφιλητό;
Κενό.
Περιπολικά στημένα στις γωνίες κι οι γιατροί βλοσυροί σαν παίχτες του μπιλιάρδου. Οι προφήτες ξεπάγιαζαν ακίνητοι σαν αγάλματα με απλανή βλέμματα στα πεζοδρόμια.



Κενό.
Ο έρωτάς σου, η παρήχηση του «όχι». Αλύχτισμα σκυλιού από κάποιο μπαλκόνι. Νύχτα. Η βροχή έπνιγε την πόλη. Ο σπασμός σου ήταν ένα κατάρτι μεσοστρατίς του Αιγαίου, μια κάθετη φωτιά, και το έμπα του μύθου ήταν η ζωή στο όνειρο. Νύχτα βεγγαλικών. Η αλμύρα σα γητειά στο κέντρο των ματιών σου και τα μαλλιά σου δακρυσμένη αμμουδιά. Κύριε ελέησον.
Κενό.
Αργότερα, μετά από χίλια χρόνια, μάταια θα προσπαθώ να αναπλάσω την αρχή, να θυμηθώ
το όνομά σου. Αντίθετα θα θυμάμαι ολοκάθαρα πώς έβγαζες το σουτιέν κι απελευθέρωνες το στυφό σου στήθος ή πώς έδενες τη ζώνη στο λευκό μπουρνούζι βγαίνοντας από το μπάνιο σκορπώντας μερικές σταγόνες από τα μαλλιά σου στα πλακάκια σα λεπτή βροχή στο σκελετό της ζωής.
Κενό.
Τα ρούχα πεταμένα στο πάτωμα και το δωμάτιο άνω κάτω σα να πέρασε φριχτός βοριάς.
Λεηλασία.
«Πριν με αγγίξει η πανσέληνος, όλα ήταν αλλιώς!» φώναξες και το απόλυτο σκοτάδι βασίλευε στο στόμα σου.
Μακριά σου είναι όλα άδεια. Πώς να τελειώσει αυτό το αναφιλητό;
Κενό.