«Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει».


Τίγκα το λεωφορείο. Ο εισπράκτορας με το μουστακάκι σαν ποντικοουρά έμοιαζε απελπισμένος.
«Ένα βηματάκι εμπρός παρακαλώ. Ένα βηματάκι…»Το κρητικό καλοκαίρι φαρμακωμένο από τη σκόνη.
Ναι, μάλλον έτσι έγινε η αρχή, όταν άστραψε το κορμί σου στην παραλία μέσα στο εκτυφλωτικό φως κι η θάλασσα σε κοιτούσε έκπληκτη με αντανακλάσεις. Τριγύρω μισοζαλισμένοι αδειούχοι της Ευρώπης κάνανε ηλιοθεραπεία πίνοντας μπίρες. Κάποιος προσπαθούσε να τραβήξει ένα κρις κραφτ στο νερό. Τα δάχτυλά μας λιώνανε κάτω από την καυτή άμμο. Τα δάχτυλά μας σα βότσαλα καλοκαιριού, κουκούτσια στον άρτο των αισθήσεων.
Από την ταβέρνα που μύριζε τηγανιτά καλαμαράκια ακουγόταν ένα λαϊκό τραγούδι και κάποιος βάραγε μονότονα παλαμάκια.

«Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει».