Παρελθόν γωνία

        Ξεχώριζε σαν τη μύγα στο γάλα μέσα στο συνωστισμό της Άλφα Μπανκ. Ξεχώριζε με το ανάστημα του και το ύφος του, έκανε μπαμ. Αγέρωχος και αριστοκρατικός, ροδομάγουλος και απρόσιτος, ντυμένος στην τρίχα. «Καλημέρα κύριε Γλαύκα» χαιρετάει ο διευθυντής του παραρτήματος. Νεύει αυτοκρατορικά ο αριστοκράτης. Εξήντα και πλέον στα χρόνια, κουβεντιάζει με τον υπεύθυνο δανείων. «Καλημέρα κύριε Γλαύκα», υποκλίνεται με σεβασμό ο προϊστάμενος λογιστηρίου φέρνοντας ένα φάκελο, δεν καταδέχεται να απαντήσει ο αγέρωχος με το καμηλό παλτό.  
Πρωινή ώρα αιχμής, η τράπεζα γεμάτη, μια ουρά από δω ως εκεί κάτω, τεντωμένοι λαιμοί, το ρολόι σφάζει την πραμάτεια του, στοίβες τα χαμογελαστά διαφημιστικά, τα πρόσωπα κλειστά.
«Ω ρε κόσμος και ντουνιάς!» φωνάζει εύθυμα ο νεοεισερχόμενος, ένας λαϊκός τύπος, αχαμνός, ένα εξήντα με τα χέρια στην ανάταση.

«Εμ, ένα ταμείο εξυπηρετεί μόνο. Απολύουν συνέχεια.»
«Απολύουν, γιατί να μην απολύουν; Σάμπως δε μας προειδοποιήσανε οι άνθρωποι; Μας προειδοποιήσανε. Έτσι και μας ψηφίσετε θα σας κάνουμε αυτό, τούτο και το άλλο, εν ολίγοις θα σας χορέψουμε στο ταψί. Κι εμείς τους ψηφίσαμε. Γιατί λοιπόν να μην απολύουν τώρα;»
«Δε μας φτάνουν οι έγνοιες μας χριστιανέ μου έχουμε και τις φιλοσοφίες σου τώρα;»
Μερικά αυστηρά βλέμματα μαχαιρώνουν την ατμόσφαιρα της τράπεζας, πρόσωπα ενοχλημένα σωστά περισκόπια. «Τι κάθομαι και μιλάω, φωνή βοώντος εν τη ερήμω» λέει ο αχαμνός ξεκουμπώνοντας το πράσινο τζάκετ του και από μέσα φοράει μια φόρμα του Ολυμπιακού. Ρουφάει μερακλίδικα τη μύτη του, πυκνά τα φρύδια του χρειάζονται πέργκολες. Και τότε εντοπίζει τον αριστοκρατικό κύριο.
Τον κοιτάζει έτσι, τον ξανακοιτάζει αλλιώς, κάνει γκριμάτσες, «πού σε θυμάμαι εσένα, πού σε θυμάμαι» και στο τέλος φλαπ του τραβάει μια σφαλιάρα.
«Ρε Περίκλα! Ρε Περίκλα!»
Πετάγεται ο άλλος ξαφνιασμένος, παύουν οι ομιλίες.
«Δε με γνώρισες ρε Περίκλα;»
«Όχι δεν…»
«Για κοίτα με καλύτερα, έχουν περάσει βέβαια και τα χρόνια, αλλά κοίτα με καλά. Δε σου θυμίζω κάποιον από το παρελθόν;»
«Ο Ράκης είσαι;»
«Όχι, δεν είμαι ο Ράκης, έλα ξεσκόνισε τη μνήμη σου».
«Ο Χρήστος ο Ντελβές;»
«Όχι».
«Ε ποιος είσαι τέλος πάντων!».
«Ο Ηλίας».
«Ποιος Ηλίας;»
«Ο Ηλίας, ρε Περίκλα, ο άντρας της Πετιμεζούς, που την στρίμωχνες πίσω από τη μάντρα της Ανάληψης!»
«Α ναι, ο Ηλίας… Ναι, η Πετιμεζού. Τι κάνεις Ηλία;» μάσησε τα λόγια του ο αριστοκρατικός, πανικόβλητες οι ματιές του.  
«Τι να κάνω; Ότι κάνουμε όλοι, που έχουμε, να πούμε, βάλει την κεφάλα κάτω και μας ρίχνουνε στ’ αυτιά. Μας έχει καταβάλει ψυχολογικώς η κρίση, έχει μαυρίσει η ψυχή μας. Αλλά εμείς, εμένα και την Πετιμεζούλα εννοώ, έχουμε βρει τη λύση, σε θυμόμαστε και σκάμε στα γέλια. Θυμάσαι ρε Περίκλα που πηγαίναμε στο δημοτικό κι είχες να πεις ένα ποίημα κι είπες, «Μαμά τσίσα!». Κι η μάνα σου είπε, «Μα τώρα έκανες». «Δεν τα έκανα όλα», της είπες εσύ. «Ιδέα σου είναι, πες το ποίημα σου». Κι εσύ είπες το ποίημα και κατουριόσουν κιόλας κι όλοι χειροκροτούσαμε ενθουσιασμένοι. Ή τότε που σε έπιασε ευκοίλια στην παρέλαση, σημαιοφόρος με ευκοίλια, χο χοχο. Ή το άλλο παραλίγο να ξεχάσω το καλύτερο…»
 «Κοίτα, Ηλία, επειδή βλέπω κι αργεί το ταμείο κι επειδή βιάζομαι, θα έρθω άλλη φορά, χάρηκα που σε είδα», τον διακόπτει έντρομος ο πρώην αγέρωχος και αριστοκρατικός τύπος με το καμηλό παλτό και κατευθύνεται στην έξοδο κι εκεί παγιδεύεται στην πόρτα με τους αυτόματους μηχανισμούς κι όλοι τον κοιτάζουν με ανάμεικτα συναισθήματα περιέργειας και οίκτου.
«Ο Περίκλας! Τι γέλια κάνουμε κάθε που τον θυμόμαστε δε λέγεται» εξηγεί ο Ηλίας στους πελάτες της τράπεζας και παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα του, «Πες ποιον συνάντησα, ποιον συνάντησα, δε θα τα πιστέψεις, αλλά συνάντησα τον Περίκλα, ναι, ναι, τον Περίκλα τον Γλαύκα, ναι, ναι. Θα σου τα πω από κοντά να γελάσουμε, ναι, όπως τον θυμάσαι, θα γελάσουμε πολύ… Ναι μπροστά μου τον έχω, προσπαθεί να βγει από την πόρτα ασφαλείας αλλά έχει μπερδευτεί, ναι, πολύ γέλιο σου λέω…».