Αναμνήσεις τηλεφώνου



Πώς καταφέραμε κι επιβιώσαμε τόσα χρόνια δίχως τηλέφωνο; Αυτή η ερώτηση ξεπήδησε αυθόρμητα από μέσα μου καθώς προσπερνούσα ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Ένα κατάστημα απαστράπτον, χαμογελαστό, κερδοφόρο. Και πραγματικά δηλαδή είναι να απορεί κανείς, ιδίως στις μέρες όπου οι διαστάσεις, οι προσφορές κι ο ανταγωνισμός των εταιριών τηλεφωνίας, έχουν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας κι εμείς με ένα μαγικό τρόπο γινόμαστε φανατικοί της τάδε εταιρίας.


Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του εξήντα τα περισσότερα σπίτια της συνοικίας μας δεν είχαν τηλέφωνο. Μόνο οι πλούσιοι είχαν τηλέφωνο κι αυτό το είδος δεν άνθιζε ιδιαίτερα στην περιοχή. Πώς τα καταφέρναμε λοιπόν και επικοινωνούσαμε; Ήταν απλό.
Αν οι συγγενείς μένανε σε κοντινή απόσταση, ανταλλάσσανε επισκέψεις δίχως τηλέφωνο. Ιδίως το καλοκαίρι. Απόγευμα καλοκαιριού, «Μωρέ δε πεταγόμαστε να δούμε τη Μαριγούλα;». Και «πετάγονταν». Κάθονταν στην αυλή και τα λέγανε και περνούσε η ώρα. Όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά και έτοιμα να δεχτούν απροειδοποίητες επισκέψεις.
Αν οι συγγενείς βρίσκονταν σε άλλη πόλη επικοινωνούσαν με υπεραστικά τηλεφωνήματα κι αυτό ήταν μεγάλο βάσανο. Δε θυμάμαι το όνομα του μπακάλικου επί της λεωφόρου Δημοκρατίας, η σημερινή ονομασία, Βασιλέως Γεωργίου νομίζω η παλιά, κοντά στην πλατεία Ταμπουρίων, το οποίο διέθετε καμπίνα όπου μπορούσες να μιλήσεις υπεραστικά. Θυμάμαι τα τοιχώματα της καμπίνας ήταν από πεπιεσμένο ξύλο κι είχε τρυπούλες. Μύριζε ιδρώτα, αλλαντικά και τυριά. Η σύνδεση επιτυγχανόταν μετά από αρκετή ταλαιπωρία μέσω του κέντρου. Οι φωνές μοιάζανε να έρχονται από το υπερπέραν. Κι όσο πιο μακριά βρισκόταν η πόλη, τόσο δυνάμωνε και τη φωνή του ο συνομιλών πιστεύοντας ότι θα ακουστεί καλύτερα. Τον άκουγε όλο το μπακάλικο και τα γύρω μαγαζιά. Τα υπεραστικά τηλεφωνήματα, όπως είναι ευνόητο, γίνονταν σε ώρα ανάγκης αλλά και για ευχές στις ονομαστικές εορτές, όπου πέρα από το «χιλιόχρονος», δεν ήξεραν τι άλλο να πουν κι απλώς αναμασούσαν μερικά τυποποιημένα λόγια καθώς σαν αρπακτικά τούς κυνηγούσαν οι μονάδες.
Εμείς που υπηρετήσαμε τη θητεία μας εκεί γύρω στη δεκαετία του εβδομήντα, θυμόμαστε τις καμπίνες του ΟΤΕ. Ώρα πολλή βαστούσε αναμονή μέχρι να φωνάξει η τηλεφωνήτρια από το κέντρο το νούμερο της καμπίνας κι έτρεχες βιαστικός και με χτυποκάρδι. Κι ανακατεύονταν στα σύρματα οι φωνές των στρατιωτών, οι σκοπιές, οι ασκήσεις, η νοσταλγία και τα αποσιωπητικά.

Η τρίτη λύση επικοινωνίας ήταν το «τηλέφωνο δια το κοινόν» που διέθεταν τα περίπτερα, τα ψιλικατζίδικα και τα μπακάλικα της γειτονιάς. Κάθε καθωσπρέπει γειτονιά είχε το ψιλικατζίδικο και το μπακάλικό της. «Ουρανία! Τηλέφωνο…» άκουγες τη φωνή του μπακάλη κι έτρεχε η κυρία Ουρανία, όσο βέβαια της επέτρεπαν τα κιλά της. «Κύριε Θεμιστοκλή, τηλέφωνο» κι έτρεχε το κατά δύναμη ο γηραλέος κύριος Θεμιστοκλής. Ως εκ τούτου έπρεπε να έχεις καλές σχέσεις και με το μπακάλη και τον ψιλικατζή, αλλιώς η δουλειά σου δε γινόταν.
Όπως είναι φυσικό τη μερίδα του λέοντος των τηλεφωνημάτων είχαν τα ερωτικά ζητήματα. Λιμοκοντόροι ξάδερφοι και ανεπίσημοι αρραβωνιαστικοί ζητούσαν τις Δουλτσινέες των ονείρων τους για να κλείσουν ένα ραντεβού, ένα πολυπόθητο ραντεβού για μια βόλτα με τα βέσπα, ή έναν ρομαντικό περίπατο ως τα πευκάκια του Άη Γιώργη. Το γεγονός ότι σε εκείνες τις πευκοβελόνες είχαν συλληφθεί ένα σωρό παιδιά, δεν άλλαζε το ρομαντικό χαρακτήρα του τηλεφωνήματος. Κάθε γειτονιά είχε τη μία ή τις δύο ωραίες της, κορίτσια στον ανθό της ηλικίας τους που κάνανε μπαμ. «Δεσποινίς Ευτυχία, τηλέφωνο»! ακουγόταν η φωνή του μπακάλη κι εμείς κρατούσαμε τις ανάσες μας καθώς βλέπαμε σα γαζέλα να τρέχει αναψοκοκκινισμένη την Ευτυχία με τα κόκκινα μαλλιά, ντυμένη πρόχειρα κι ιδίως ανάλαφρα, πολύ ανάλαφρα για τα δεδομένα της εποχής. Τις κοιτούσαμε με δέος να διασχίζουν το δρόμο σαν ξωτικά.

Στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα όλο και περισσότερα νοικοκυριά αποκτούσαν τηλέφωνο. Οι αιτήσεις πέφτανε βροχή, αλλά οι γραμμές ήταν περιορισμένες. Μόνιμη επωδός εκείνη την περίοδο ήταν, «Σας συνδέσανε το τηλέφωνο;». «Όχι ακόμη, περιμένουμε». Η αναμονή κρατούσε πολύ, αλλά κάποια στιγμή το συνδέανε. Χαρές και πανηγύρια στο σπίτι και καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Πεντακάθαρο πάντα, μαύρο το χρώμα του. Κι ο ήχος τους γεμίζει το σπίτι σαν ευχέλαιο. Μπορούσαμε πλέον να επικοινωνούμε με τους πάντες. Και μαζί με το τηλέφωνο αποκτήσαμε και τηλεφωνικό κατάλογο Αθηνών Πειραιώς και περιχώρων, αλλά και τον οικογενειακό κατάλογο με χωρισμένες τις σελίδες αλφαβητικά.

Φυσικά σε λίγο καιρό, όπως γίνεται πάντα με τα ανθρώπινα, το είχαμε συνηθίσει, δε μας έκανε εντύπωση. Εκείνο που δεν συνειδητοποιήσαμε αμέσως ήταν η επίδραση ου τηλεφώνου στις κοινωνικές σχέσεις και συμπεριφορές. Διότι αντί να πάμε επίσκεψη στην ονομαστική εορτή του θείου Κώστα, ειρήσθω εν παρόδω ότι ο θείος Κώστας ήταν αχώνευτος και επιδειξιομανής, παίρναμε ένα τηλέφωνο για τα χρόνια πολλά εφευρίσκαμε και μια ωραία δικαιολογία και καθαρίζαμε.
Κι έτσι με τον καιρό πάψανε οι επισκέψεις όπως τουλάχιστον τις θυμόμαστε στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο αυτές οι επισκέψεις και το τελετουργικό τους. Μαζεμένοι οι συγγενείς στη σάλα  του φωταγωγημένου σπιτιού, σημαιοστολισμένοι και χαμογελαστοί. Οι άντρες κάθονταν σταυροπόδι και κουβέντιαζαν τις επαγγελματικές τους επιτυχίες και οι γυναίκες παραπονιόνταν ότι τις «χτυπούσαν» τα παπούτσια τους. Κι ύστερα σερβίρονταν το λικεράκι, το φοντάν, το γλυκό. Και το κουτσομπολιό και το βλέμμα ανυπόμονο στο ρολόι γιατί έπρεπε να προλάβουνε και τους άλλους Γιάννηδες και τους άλλους Γιώργηδες. Πάψανε αυτά. Καλύτερα ή όχι δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι σταματήσανε.

Όταν μπήκε το τηλέφωνο στην καθημερινότητα μας συνέβαιναν ποικίλα όσα ευτράπελα. Με αποκορύφωμα όταν μπερδεύονταν οι γραμμές. Κι άκουγες την επικοινωνία κάποιων άλλων, τα βάσανά τους, τις έγνοιες τους. Αφού σου ερχόταν να δώσεις συμβουλές! Επίσης ενδιαφέρον παρουσίαζε ποια λέξη χρησιμοποιούσαν σηκώνοντας το ακουστικό. «Παρακαλώ», «Λέγετε», «Μάλιστα», «Ναι», «Ορίστε», «Οικία Μακαρόνα, ομιλείτε παρακαλώ!»
Και φυσικά ήταν και τα νούμερα των δημοσίων υπηρεσιών που μιλούσαν συνεχώς, αδύνατο να πιάσεις γραμμή. Έπρεπε να περιμένεις με τις ώρες κι ήταν αμφίβολο αν τα κατάφερνες. Αλλά αυτό ισχύει κατά κάποιο τρόπο και σήμερα. Μόνο που σήμερα έχουν βάλει στο τηλεφωνικό κέντρο και μουσική. Και κάθεσαι και περιμένεις τη σύνδεση κι ακούς τα πιάνα να παίζουνε και δεν ξέρεις ποιος είσαι, που είσαι και γιατί πήρες τηλέφωνο.
Φυσικά για τους τηλεφωνικούς θαλάμους της εποχής δεν το συζητάμε. Έριχνες στην υποδοχή ένα ειδικό κέρμα. Και αυτό το κέρμα εξαφανιζόταν στην κοιλιά της συσκευής κι ύστερα την κοπανούσες όλο νεύρα και την αποτέλειωνες. Δεν είχα καταφέρει να μιλήσω ποτέ με κερματοδέκτη. Επίσης είχαν εμφανιστεί κάτι τεράστιες κόκκινες συσκευές που λειτουργούσαν με δίφραγκο.
Μια άλλη τραγελαφική περίπτωση τηλεφωνικής επικοινωνίας ήταν ο λάθος αριθμός, συχνό φαινόμενο. «Έλα Μητσάρα, καλημέρα!», «Δεν έχουμε κανένα Μητσάρα εδώ», «Και πού τον έχετε;». Άντε να συνεννοηθείς.
Κι ενώ το τηλέφωνο κατακτούσε τις ζωές μας, ένα νέο είδος ανθρώπου έκανε την εμφάνισή του. Ήταν αυτοί οι οποίοι παρενοχλούν σεξουαλικά μέσω τηλεφώνου τις γυναίκες. Τι σόι ικανοποίηση βρίσκουν δεν έχω ιδέα. Πάντως πρέπει να είναι πολλοί. Φαίνεται  εξάλλου και στις μέρες μας καθώς έχουν ξεφυτρώσει σα τα μανιτάρια οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ερωτικού περιεχομένου.
Και φυσικά οι φαρσέρ βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρό μπροστά τους. Για παράδειγμα, τηλεφωνεί κάποιος στον κύριο Γιώργο Λαγό. «Ο Λαγός είσαι;», «Μάλιστα», «Μπαμ!».
Το τηλέφωνο χρησιμοποιήθηκε και σε ραδιοφωνικές εκπομπές παραγωγές. «Εσείς εγώ και το τηλέφωνο», νομίζω ότι λεγόταν μια τέτοια εκπομπή. Μια εποχή κάποιο απορρυπαντικό είχε αθλοθετήσει το εξής, όποιος αντί να απαντήσει στο ντριν του τηλεφώνου με το τετριμμένο «Μάλιστα», έλεγε τη μάρκα του απορρυπαντικού και κέρδιζε ένα ποσό. Κι έτσι πολλοί λέγανε την μάρκα του απορρυπαντικού, περιμένοντας ένα θαύμα. Το θαύμα δε γινόταν κι απλώς γίνονταν ρεζίλι.
Μερικές στιχομυθίες απ’ αυτές που πάντα με τσαντίζανε, ήταν όταν ο άλλος δεν έλεγε το όνομά του και ήθελε  εσύ να το μαντέψεις. Κάποια απίθανη θεία που την είχες δει δυο φορές στη ζωή σου. «Με κατάλαβες ποια είμαι Γιαννάκη;», «Δε με κατάλαβες;», «Δε σου θυμίζει τίποτα η φωνή μου;». Κι εσένα σε πιάνουνε οι ενοχές.  Ή το άλλο, «Κοιμόσουν;», «Όχι» λες εσύ και χασμουριέσαι. «Αχ με συγχωρείς δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, θα ξαναπάρω αργότερα». Και πάει ο μεσημεριανός ύπνος.  

Κι ύστερα κάπου στη δεκαετία του ενενήντα νομίζω άρχισε να μπαίνει διστακτικά στη ζωή μας η κινητή τηλεφωνία και τα σάρωσε όλα. Το τηλέφωνο δεν είναι μόνο φετίχ και επικοινωνία, αλλά και προσδιορισμός του κοινωνικού status.  Εκτός τούτου το τηλέφωνο τη σήμερον ημέρα δεν είναι απλά τηλέφωνο. Διαθέτει ώρα και ξυπνητήρι και παιχνίδια, λειτουργεί σα φωτογραφική μηχανή, βιντεοκάμερα και ραδιόφωνο. Έχει αναγνώριση κλήσεων κι έχει αντικαταστήσει τους τηλεφωνικούς καταλόγους. Και παράλληλα συνδέεται με το internet.
Και μια τελευταία παρατήρηση κάπως μελαγχολική και ημιτελής. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο φαινόμενο όπου ενώ τηλεφωνικά είμαστε λαλίστατοι, όταν συναντιόμαστε μοιάζει να μην έχουμε τίποτα να πούμε κι όλο ρίχνουμε ματιές στο τηλέφωνο κι όλο απαντούμε σε κάποιο μήνυμα στο face book (…).

Υγ. Το σημείωμα αυτό έχει δύο στόχους. Από τη μια να εκφράσει την απορία πώς καταφέρναμε τόσα χρόνια και ζούσαμε δίχως τηλέφωνο κι από την άλλη να αποτελέσει έναυσμα για αναπόληση και προβληματισμό, και να διατυπώσει ο καθένας τη δική του εμπειρία στο ζήτημα της επικοινωνίας, να αποκαταστήσει τις ανακρίβειες και να διορθώσει τα λάθη.