Ελλάδα. Η τελευταία εκπομπή


Εκπομπή αρ. 21 από τον κύκλο εκπομπών με τίτλο Μονολογώντας. Top melody 104.9.

Η ανάμνηση με βρήκε στο δόξα πατρί όπως γίνεται πάντα με τις αναμνήσεις. Με βρήκε αργά τη νύχτα κι ενώ χάζευα την περίμετρο της τηλεόρασης προσπαθώντας να μαντέψω τον ορίζοντα της ανατολής. 


Θυμήθηκα ένα παγωμένο μεσημέρι πριν πολλά χρόνια. Δανία. Ο ουρανός σβησμένος από σχεδόν πορσελάνινη συννεφιά. Είχα να στείλω ένα γράμμα. Βγήκα χοροπηδώντας από τη φοιτητική εστία, διέσχισα την ερημική απόσταση και πήγα στο ταχυδρομείο. Ζήτησα γραμματόσημο. Η υπάλληλος κοίταξε το φάκελο. Νέα κοπέλα γύρω στα είκοσι. Κλασική Δανέζα. Ξασπρισμένο βλέμμα, ξεθωριασμένο ύφος, ξεκοιλιασμένη έκφραση. «Προορισμός;» με ρώτησε. «Το γράφω, Ελλάς!» απάντησα ετοιμάζοντας τα ψιλά. «Ελλάς…» αναρωτήθηκε προσπαθώντας να ανασύρει από τη μνήμη της τα σχολικά μαθήματα γεωγραφίας. «Ελλάς, γκρις…» «Α, μάλιστα. Γράψτε γκρις γιατί αλλιώς δε θα πάει…». «Πώς δε θα πάει;» «Δε θα πάει, δεν υπάρχει χώρα στο βιβλίο μας που να λέγεται Ελλάς» μου εξήγησε. Ένιωσα να ζαλίζομαι, τα όσα ήξερα μέχρι τότε κατέρρεαν. Ήμουν Έλληνας, με Ελληνική υπηκοότητα. Και σ’ ένα ταπεινό ταχυδρομείο μιας επαρχιακής χώρας του Βορρά, μάθαινα ότι δεν υπήρχε αυτή η χώρα. Υπήρχε η χώρα γκρις κι υπήρχαν οι πολίτες της οι Γκρικς. Θυμήθηκα τα μαθήματα αγγλικών, γκρις και γκρις θυμήθηκα το Ζόρμπη δε Γκρικ, τον Νικ δε Γκρικ. Δεν τα είχα συνειδητοποιήσει όλα αυτά. Δεν είχα καταλάβει ότι μόνοι μας για εσωτερική κατανάλωση ονομαζόμαστε Έλληνες ενώ όλοι οι υπόλοιποι μας αποκαλούσανε αλλιώς. Με τρεμάμενο χέρι έγραψα τη λέξη Γκρις και έδωσα το φάκελο. Στο δόξα πατρί με βρήκε η ανάμνηση. Κάποιο παγωμένο μεσημέρι. Πριν πολλά χρόνια.

Κι εκείνη η ανάμνηση στάθηκε η αφορμή για τούτη την εκπομπή. Ελλάδα. Και να ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη που είχε στοιχειώσει τα χρόνια του δημοτικού.
Τι είναι η πατρίδα μας.


Ο Γιάννης Ρίτσος έχει γράψει το εκτενές ποίημα Ρωμιοσύνη, μια σπουδαία ποιητική σύνθεση. Επέλεξα ωστόσο ένα άλλο του ποίημα, ίσως όχι τόσο γνωστό. «Ο τόπος μας»

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Ο Σεφέρης συνδέθηκε με τη φράση, Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Προτίμησα όμως ένα άλλο ποίημά του.

Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.

Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.

Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.

Κι ο Ελύτης. Το Τρελοβάπορο. Δε θα το διαβάσω… Θα το ακούσουμε μελοποιημένο.

Υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στους αρχαίους και σε μας; Έχουμε συνηθίσει να λέμε οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Υπάρχει όμως κάποια σύνδεση ή μήπως είναι λόγια της καραβάνας; Είναι πρόγονός μας ο πολυμήχανος Οδυσσέας, οι τραγικοί, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης, ο Σωκράτης, ο Περικλής; Μερικοί το πιστεύουν ακράδαντα. Κάνουν μάλιστα και πειράματα με ντιενέι για να το αποδείξουν. Αναζητώντας την καθαρότητα της φυλής μέσα στους αιώνες. Υπάρχουν κι άλλοι οι οποίοι χαμογελούν ειρωνικά. Διότι σου λέει τετρακόσια χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν αυτά. Πόσο καθαρή μπορεί να μείνει μια φυλή; Άσε και το άλλο. Οι μετατοπίσεις των πληθυσμών που γίνανε στην περίοδο του Βυζαντίου. Κόσμος και κοσμάκης μετακινιόταν. Κι όμως επιμένουν οι άλλοι, υπάρχει καθαρότητα της Ελληνικής φυλής, ένας μυστηριακός ιερός κλώνος που μας συνδέει με το παρελθόν. Ο καθείς ανάλογα την κουλτούρα του και τα απωθημένα του παίρνει θέση στο επίμαχο ζήτημα, αν κι οι περισσότεροι μάλλον αδιαφορούμε κοιτάζοντας απελπισμένοι τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών να ανεβαίνουν και τους μισθούς να περικόπτονται.

Τι ήταν επιτέλους το Βυζάντιο; Χίλια χρόνια δέσποζε στην παγκόσμια Ιστορία. Όσοι πιστεύουν στη συνέχεια της Ελληνικότητας θεωρούν το Βυζάντιο Ελληνικό. Συνέχεια του Ελληνικού πολιτισμού. Ήταν όμως; Η Ελλάδα στα χρόνια του Βυζαντίου ήταν μια επαρχία θλιβερή και φτωχή με ακρωτηριασμένα αγάλματα. Το κλέος του Βυζαντίου δεν περιελάμβανε την Αρχαία Ελλάδα.

Κι η γλώσσα; Ναι, βέβαια η γλώσσα. Αυτό μάλιστα. Η γλώσσα είχε επιβληθεί. Τα Ελληνικά μιλιόνταν όπως σήμερα τα Αγγλικά. Η γλώσσα όμως είναι ένα εργαλείο. Αρκεί αυτό να αποδείξει τη συνέχεια ενός πολιτισμού; Δεν ξέρω. Μπορεί. Κατά μία κάπως προχωρημένη εκδοχή ο Ελληνικός πολιτισμός παρείσφυσε στη νέα θρησκεία που επεβλήθη. Διατήρησε ακέραια τα μυστηριακά του κομμάτια. Παραδείγματος χάριν τη Θεοφαγία. Η γλώσσα. Είναι συγκινητικό πώς διασώθηκε μέσα στους αιώνες. Ιδίως μέσα στις σύνθετες λέξεις. Πυροσβέστης, αστυνόμος κλπ.

Είτε υπάρχει συγγένεια είτε όχι, πώς χρησιμοποιούμε τους αρχαίους σήμερα; Κυρίως σε ταμπέλες τουριστικών καταστημάτων και γραφεία ταξιδιών. Και στις συζητήσεις. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Κι είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει μια εκλεκτική συγγένεια. Κι είμαστε περήφανοι για όσα λέγανε και κάνανε αν και δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς λέγανε και κάνανε.

Η χάρτα του Ρήγα Φεραίου. Ο Ρήγας Φεραίος έβλεπε όλους του λαούς της Βαλκανικής ενωμένους σε μια ομοσπονδία. Ήταν ένα όραμα. Οι Βαλκάνιοι. Οι οργισμένοι Βαλκάνιοι. Τον πιάσανε τον σκότωσαν μαρτυρικά πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι.

Κάποτε βρέθηκα στην Τουρκία. Ένα μακρινό καλοκαίρι. Μια σειρά συμπτώσεων που δε μας ενδιαφέρουν αυτή τη στιγμή με φέρανε φιλοξενούμενο για μια νύχτα σε έναν Τούρκο. Δεν γνωριζόμαστε, απλώς είχα χάσει το τελευταίο λεωφορείο και δεν ήξερα πού να βγάλω τη νύχτα. Με πήρε στο σπίτι του. Κι εκεί διαπίστωσα ότι μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα. Μου είπε που θα βρω ένα μαγαζί με τσιγάρα. Βράδιαζε. Διέσχισα το χωριό, το χωριό θύμιζε τα δικά μας χωριά τη δεκαετία του πενήντα. Στην πλατεία βρήκα το μαγαζί. Έδειξα τα τσιγάρα. Η γυναίκα με ρώτησε από πού είμαι. Είπα γκρις. Έμοιαζε να σκέφτεται αυτό το γκρις. Δεν της έλεγε τίποτα. Ελλάς, είπα, Ελλάδα. Γιουνάν, μου είπε. Πήρε στροφές το μυαλό μου. Γιουνάν, Ιωνία, Ίωνες. Ένευσα καταφατικά. Μαζεύτηκα κι άλλοι, με κοιτούσαν. Δεν καταλάβαινα τις διαθέσεις τους. Τα είχα χαμένα. Και τότε κάποιος έφερε ένα μπουκάλι ρακί, βρέθηκαν και ποτήρια. Και ήπιαμε. Κάτι λέγανε. Δεν το κατάλαβα. Ήπιαμε κι άλλο. Κι ένιωθα στ’ αλήθεια εκείνες τις στιγμές ένας μακρινός συγγενής του Ηράκλειτου.

Το εθνικό κράτος δημιουργήθηκε μετά από καμιά δεκαριά χρόνια επανάστασης. Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας άνεμος δυνατός επανάστασης σάρωνε την Ευρώπη. Ξεσηκώθηκαν οι λαοί, άλλαξε κι ο προσανατολισμός της Αγγλικής πολιτικής, ξεσηκώθηκαν κι οι Έλληνες. Δέκα χρόνια ξεσηκωμού. Ας σημειωθεί ότι γίνανε δύο εμφύλιοι πόλεμοι. Σημαίνει αυτό κάτι; Η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου; Ο ύποπτος θάνατος του Καραϊσκάκη; Τι απομένει; Ένα έρημο Μεσολόγγι.   

Οι περιπέτειες των πρώτων δανείων. Δύο δάνεια γίνανε τότε. Τα Αγγλικά δάνεια, έτσι μείναμε γνωστά. Στην Ελλάδα ήρθαν ψίχουλα. Κάτι λιγότερο από ψίχουλα.

Τι έγινε το 1897; Πήραν τα μυαλά μας αέρα και επιτεθήκαμε ανοργάνωτοι κι απροετοίμαστοι στους Τούρκους. Και σπάσαμε τα μούτρα μας. Μας πήρανε φαλάγγι. Μας σώσανε οι ξένοι. Μεγάλη αποζημίωση χρειάστηκε να πληρώσουμε.

1912 και 13, λάβανε χώρα οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Σερβία Ελλάδα Βουλγαρία. Να διώξουν τους Τούρκους. Και τα καταφέρανε. Ύστερα τσακωθήκανε μεταξύ τους. Η Βουλγαρία βγήκε χαμένη.

Ο διχασμός. Ξεσπάει ο Α παγκόσμιος πόλεμος, ο βασιλιάς με τους Γερμανούς θέλει ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος με τους Άγγλους θέλει να μπούμε στον πόλεμο. Πάει στη Θεσσαλονίκη φτιάχνει κυβέρνηση. Μπαίνουμε στο πόλεμο στο πλευρό των νικητών. Κι η χώρα διχασμένη. Βασιλικοί και Βενιζελικοί. Πολλά χρόνια θα κρατήσει ο διχασμός.

Βρεθήκαμε στο πλευρό των νικητών, τέλειωσε ο πόλεμος. Είδαμε την Ελλάδα των τόσο θαλασσών και των τόσων ηπείρων. Μας δώσανε την περιοχή της Σμύρνης. Στείλαμε στρατό. Χαρές και πανηγύρια. Ύστερα αρχίσαμε την εκστρατεία. Λίγο από δω λίγο από κει, προχωρούσαμε. Κι όλο προχωρούσαμε. Εξυπηρετούσαμε Αγγλικά συμφέροντα, πετρέλαια ήταν στη μέση. Ο Κεμάλ ετοιμαζόταν στα βάθη της Ανατολίας. Κι εμείς όλο και προχωρούσαμε. Σαγγάριος. Κι ύστερα μας πήραν φαλάγγι, έσπασε το μέτωπο. Καταστροφή. Μεγάλη καταστροφή. Ανταλλαγή πληθυσμών κα θρήνος μέγας.


Το έπος του 40, μια εποποιία. Το τι έγινε σε εκείνα τα χιονισμένα βουνά ξεπερνάει τις ανθρώπινες διαστάσεις. Οι Ιταλοί είχαν στείλει τις καλύτερες μεραρχίες τους και καλά οπλισμένες. Τους απωθήσαμε, τους κυνηγήσαμε. Δεν προλάβαμε να χαρούμε τη νίκη, ή μάλλον τις νίκες.

Πλακώσανε οι Γερμανοί. Απρίλης του 41. Κατοχή. Σκληρά χρόνια. Πείνα και τρόμος. Και αντίσταση. Οι Έλληνες κι οι Σέρβοι αντιστάθηκαν. Οι μόνοι. Α, ναι, ξέχασα τους Γάλλους Μακί. Όχι δεν τους ξέχασα, απλώς δεν υπήρχε η λαϊκή συμμετοχή. Αντίσταση. Ελάς και Έδες στο Γοργοπόταμο. Κι ύστερα τα ευτράπελα ρίχνανε οι Άγγλοι λίρες στους μεν και δεξιά άρβυλα στους δε. Κάποτε τέλειωσε η Κατοχή.

Τέλειωσε η Κατοχή κι άρχισε ο εμφύλιος. Τρία χρόνια. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από τον εμφύλιο. Κενό. Σκοτάδι.

Τα ψυχροπολεμικά χρόνια ακολούθησαν. Δεκαετία του πενήντα. Και το 1967 επεβλήθη δικτατορία στη χώρα.  

Μετά τη μεταπολίτευση ξεχάσαμε να κοιτάξουμε τους καθρέφτες. Η ευμάρεια, και το έδαφος υποσκάφτηκε. Κάτι σα μαντάμ Σουσού. Για γέλια και για κλάματα.

Η οικονομική περιπέτεια 2010. Και ζούμε μέσα της.

Σύγχυση. Ιδεολογική. Μια απάντηση θα ήταν επιστροφή στις ρίζες. Αλλά πού και ποιες είναι οι ρίζες;

Είμαστε πειραματόζωα σε ένα οικονομικό εργαστήριο. Τα χρηματιστήρια κι οι αγορές αντιλαμβάνονται μόνο τους αριθμούς (ποσοστά κερδών) αδιαφορούν για το πολιτικό ιστορικό εθνικό συναισθηματικό υπόστρωμα.

Και να εμείς εδώ, μόνο για κλάματα. Με τσακισμένη γλώσσα, σούπερ επικοινωνία, διαδικτυακούς φίλους, άγευστες ντομάτες, φτηνά τηλέφωνα, ακριβά εισιτήρια, κλειστά φαρμακεία, διαλυμένο σύστημα υγείας, περικοπές μισθών και συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις. Περάστε κόσμε, τιμές ευκαιρίας. Νησιά, παραλίες, λιμάνια. Και να εμείς εδώ μόνο για κλάματα. Με μια πλαστική σημαιούλα στα ξυλιασμένα μας δάχτυλα.