Δέκα πέντε σχόλια για την επικαιρότητα

1
Ζούμε στα σπλάχνα ενός πολιτικού θρίλερ. Μοιάζει κάπως με σινεμά. Λίγο κανείς να ξεχαστεί θα νομίσει ότι παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα ένα σκληρό πολιτικό θρίλερ. Μόνο που δεν είναι κινηματογράφος και μυθοπλασία. Είναι η ίδια η ζωή. Κι είμαστε εμείς που πρωταγωνιστούμε. Περικυκλωμένοι από αχαλίνωτα ψέματα και μισές αλήθειες, είμαστε εμείς με γερτούς ώμους - ακόμη δε μπορούμε να το πιστέψουμε το χάλι μας. Δε θέλω να πάρω στο λαιμό μου κι εσάς. Μιλώ για μένα. Δε μπορώ να το χωνέψω πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Το φυσάω και δεν κρυώνει. Και το κυριότερο δεν καταλαβαίνω ποιος φταίει. Ποιος φταίει; Κι όταν διατύπωσα την ερώτηση στο ταξί, ο ταξιτζής με κοίταξε με δύσπιστο ύφος και είπε, «Μα καλά τόσο αφελής είσαι!». «Μπορεί και να είμαι, είμαι όμως και θολωμένος. Ποιος φταίει, λοιπόν;» ρώτησα. 

«Φταίνε αυτοί που τα φάγανε τα λεφτά και μας αφήσανε ξυπόλυτους στα αγκάθια, μην πω τίποτα άλλο και σε σοκάρω γιατί μου φαίνεσαι κι άνθρωπος ντροπιάρης» μου απάντησε. «Και ποιοι τα φάγανε;» επέμεινα. «Αυτοί που μας κυβερνούσανε τόσα χρόνια, δεν ανοίγεις τηλεόραση να δεις;» Ετοιμαζόμουν να του πω ότι ευθύνονται το ίδιο κι όσοι τους ψηφίζανε κι ίσως ένας απ’ αυτούς να ήταν κι ο ίδιος, αλλά με πρόλαβε λες και διάβασε τη σκέψη μου. «Και μη μου κάνεις τον έξυπνο και μου πεις ότι εμείς τους ψηφίσαμε αυτούς κι άρα φταίμε κι εμείς, γιατί εγώ δε τα μασάω κάτι τέτοια.». Κι ύστερα μείναμε για λίγο αμίλητοι στο ταξί κι ύστερα σε μια κρίση επιφοίτησης του αγίου πνεύματος εξανέστη. «Τι θες να πεις, δηλαδή, ότι θα τους ξαναψηφίσουμε!» «Σταματήστε κάπου εδώ», του είπα, «εγώ πηγαίνω αριστερά». «Εσένα πρέπει να σου απαγορεύσουνε να μπαίνεις σε ταξί, τον άκουσα να λέει, «Άκου εκεί ποιος φταίει και ποιος φταίει! Αφού αυτοί φταίνε, αυτοί φταίνε, αυτοί…». Κι η φωνή του έσβησε στην επόμενη κούρσα σα λυγμός.

2
Παλιά στα μπαλκόνια έβλεπες γεράνια, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά, βασιλικούς. Έβλεπες μια γυναίκα να θυμιατίζει στο σούρουπο. Έβλεπες έναν συνταξιούχο να ρουφάει μερακλίδικα τον καφέ του και να διαβάζει αργά την εφημερίδα. Έβλεπες έναν πιτσιρικά να τρώει καρπούζι φτύνοντας τους σπόρους σαν οπλοπολυβόλο. Έβλεπες μια μονίμως ανικανοποίητη γάτα να τρίβεται στα κάγκελα. Έβλεπες μια νοικοκυρά να απλώνει με επιμέλεια τη μπουγάδα της. Έβλεπες ένα μάστορα να παιδεύεται με τίποτα μερεμέτια τραγουδώντας με κέφι, Η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου.
Τώρα στα μπαλκόνια βλέπεις μόνο άδεια βλέμματα που κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα της ζωής.


3
Συναντώ δυο παλιούς φίλους. Το Δημοσθένη Κ. και τον Λάκη Χ. που τον φωνάζαμε γιεγιέ. Τυχαία η συνάντηση. Στο σταθμό Πανεπιστήμιο του μετρό. Κάνουμε στην άκρη για να μην μας παρασύρουν τα κύματα των επιβατών, μη μας τσαλαπατήσει η βιασύνη της καθημερινότητας. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» ρωτάει ο Δημοσθένης. «Φασκελοκουκούλωστα» απαντάω. «Κι ούτε μια αχτίδα φως…», λέει ο Λάκης και ψάχνει στις τσέπες του για τις καραμέλες γιατί έχει κόψει το κάπνισμα και ζορίζεται. Ο Δημοσθένης τρίβει το μάγουλο, μονολογεί. «Θυμάμαι όταν ήμασταν εμείς φοιτητές, είχε υπόσταση η φοιτητική ταυτότητα. Δε μπορούσες να ισχυριστείς δεν είδα, δεν ξέρω, δεν κατάλαβα. Ήσουν υποχρεωμένος να αρθείς στο ύψος των περιστάσεων. Βράζανε οι φοιτητικοί σύλλογοι. 1970, χούντα. Και στην πρώτη ευκαιρία να το Πολυτεχνείο. Τώρα η φοιτητική ταυτότητα δε σημαίνει τίποτα». «Συμβαίνει τίποτα!», ρωτάει βλοσυρά ο υπάλληλος της Ασφάλειας που πλησίασε δίχως να τον καταλάβουμε. «Τι να συμβαίνει;», απορούμε. Μας κοιτάζει με άγριες διαθέσεις. Θέλει να ξεσπάσει τη μαύρη μοίρα του κάπου. Θέλει να τα βάλει με κάποιους. Το βάζουμε στο πόδια. Μας παρασύρουν τα κύματα των επιβατών, μας τσαλαπατάει η βιασύνη της καθημερινότητας.

4
Αργά τη νύχτα παρακολουθούσα μια εκπομπή στην τηλεόραση, το θέμα της ήταν ο έρωτας. Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Στο όνειρό μου είδα τον νόμο της παγκόσμιας έλξης σε άθλια κατάσταση να αναστενάζει - όσο να είναι απόρησα. «Τι τρέχει;» ρώτησα. «Δεν πάει άλλο, χρεοκόπησα! Με το ζόρι τα φέρνω βόλτα» μου απάντησε. «Τι πάει να πει χρεοκόπησες! Εσύ είσαι ο νόμος της παγκόσμιας έλξης, εσύ κρατάς την ισορροπία στο σύμπαν» είπα κι από το υποσυνείδητό μου ακουγόταν το τραγούδι της ερήμου. «Μέχρι τώρα, τώρα όμως πάει ο μαγνητισμός, χάθηκε η δύναμη». «Πώς πάει ο μαγνητισμός;». «Ε, αφού δεν υπάρχει έρωτας πια…». Και πάνω εκεί ξύπνησα, ήταν και άβολος ο καναπές, η εκπομπή στην τηλεόραση δεν είχε τελειώσει ακόμη, τηλεφωνούσε ένας θεατής για να πει ότι είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του και να ρωτήσει τους επαΐοντες, «Κατά τη γνώμη σας είναι αυτό επιλήψιμο;» 
«Σημεία των καιρών», σχολίασε κάποιος κι εγώ έκλεισα την τηλεόραση και κατέβασα από τη βιβλιοθήκη την Ασκητική ώστε να είμαι στο πνεύμα των καιρών.

5
Η κάθε γενιά κουβαλάει τα δικά της μυαλά. Η δικιά μου ήταν κάπως φευγάτη. Θες η δεκαετία του εξήντα, κάτι το ροκ, κάτι οι χίπις, κάτι η σεξουαλική απελευθέρωση, δε ξέρω κι εγώ τι άλλο, τέλος πάντων υπήρχε μια γενική διάθεση για ταξίδια και κάπως να το πούμε έτσι για αληταριό, μια κιθάρα, φτηνά γιαθ χόστελς, οτοστόπ. Έτυχε να έχουμε ένα φίλο, άλλα μυαλά κουβαλούσε αυτός, μετρημένος άνθρωπος και φιλότιμος, δεν ήθελε να επιβαρύνει τους δικούς του, έπιασε δουλειά σε μεγάλη εταιρία. Συνεπής άνθρωπος, δεν κολλούσε μύγα στο σπαθί του, του έβγαινε το λάδι στη δουλειά, τον καμαρώνανε οι μανάδες μας, «Έτσι προκόβει ο άνθρωπος, αυτός μια μέρα θα έχει τη σύνταξή του, θα πάρει κι ένα γερό εφάπαξ και θα απολαμβάνει τους καρπούς του μόχθου του. Ενώ εσείς…» Και κουνούσαν τα κεφάλια τους με το γνωστό ύφος που προοιώνιζε μεγάλα δεινά.
Και περάσανε τα χρόνια όπως περάσανε και φτάσαμε στο μάτι του κυκλώνα κι όποτε συναντιόμαστε, ο φίλος μας αναστενάζει και δίνει δυο φάσκελα στον εαυτό του - περικοπή η σύνταξη, περικοπή και το εφάπαξ και σταματημό δεν έχει. «Ποιος θα μου δώσει πίσω τα ένσημα, τα χρόνια της ζωής μου;» είναι έτοιμος να κλαφτεί, αλλά το καταπίνει γιατί είναι άνθρωπος περήφανος, το μόνο που του έχει μείνει. «Δε βαριέσαι, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε». «Ναι, αλλά εσείς έχετε πράγματα να θυμόσαστε. Εγώ τι έχω; Τα ξυνισμένα μούτρα του προϊσταμένου μου, τις υπερωρίες, το ξύπνημα αξημέρωτα, την εκμετάλλευση και να με δουλεύουν κι από πάνω».
Κι εκεί σταματάει η κουβέντα γιατί πάντα βρίσκεται κάποιος να δυναμώσει τη μουσική.

6
Οι δρόμοι είναι πλέον κλειστοί, απαγορευμένοι. Εννοώ για όσους περπατάνε -αν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που περπατάνε. Οι δρόμοι έχουν γίνει επικίνδυνοι. Όχι μόνο λόγω των αδέσποτων σκυλιών, αγέλες που λυμαίνονται τις πλατείες, αλλά κι από τις συμμορίες. Πιτσιρικάδες με μια ακατέργαστη οργή στα μάτια. Έτοιμοι να δείρουν και να δαρθούν, μια τυφλή βία. Θέλω να πω ότι δεν έχουν στόχο να κλέψουν, απλώς να εκτονωθούν επειδή τους τσάντισε η φαλάκρα σου. Με το που βραδιάζει οι δρόμοι είναι κλειστοί, απαγορευμένοι. Και το μόνο που απομένει είναι η τηλεόραση και πολύ ανησυχώ ότι με μια ανοιχτή τηλεόραση θα μας θάψουν.

7
Βρισκόμουν στο πλοίο. Λυσσομανούσε ο αέρας στο κατάστρωμα, όλοι περπατούσαμε σα μεθυσμένοι, εδώ πατούσαμε, εκεί βρισκόμασταν. Ένας τύπος γύρω στα πενήντα με αδρά χαρακτηριστικά της βιοπάλης, τα φρύδια του σωστά κεραμίδια και γουρονότριχες στα αυτιά στεκόταν εδώ και ώρα μπροστά στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας και τον κοιτούσε με εμβρίθεια. Την ώρα που προσπερνούσα, όπως προσπερνούσα, με ρώτησε. «Πού βρίσκεται αυτή η χώρα  που λέγεται Ελλάδα!». Δε μου αρέσουν οι κουβέντες με αγνώστους και κούνησα με περίσκεψη το κεφάλι μου, έκανα να απομακρυνθώ. «Και πού είναι οι Έλληνες;», ξανάπε και κρατούσε την Ελλάδα αγκαλιά σαν ένα σπασμένο ποτήρι και χυμένο το αθάνατο κρασί του εικοσιένα. Κι ύστερα τραγούδησε τη Νεραντζούλα με τη μουσική του εθνικού ύμνου και τότε κατάλαβα ότι ήταν μεθυσμένος.



8
Οι πολυεθνικές επιβάλλουν την πολιτική, επιβάλλουν την τέχνη, επιβάλλουν τη γλώσσα, επιβάλλουν τα όνειρα. Οι πολυεθνικές ευγενέστατες πάντα, μια ύποπτη ευγένεια δημίου πριν εκτελέσει τα καθήκοντά του. Οι πολυεθνικές ατσαλάκωτες μέσα στις αριθμητικές πράξεις των συμφερόντων τους - όλες τους οι κινήσεις μεταφράζονται σε κέρδος επί τοις εκατό. Δύο τοις εκατό, τριάντα τοις εκατό, εβδομήντα τοις εκατό, ενενήντα εννιά τοις εκατό. Κρύο πράγμα οι αριθμοί. Κι εμείς μουρμουρίζουμε μια καλημέρα για το πρωί κάτι σαν «Τρεχάτε ποδαράκια μου» και μια καληνύχτα για το βράδυ κάτι σαν «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου» κι αποστηθίζουμε τις τιμές του σούπερ μάρκετ, 0,99, 8.99, 19,99. Όλα με την ίδια κατάληξη, 99. Κρύο πράγμα οι αριθμοί, μα πιο απελπιστικό είναι εκείνη η γυναίκα η μισοχωμένη στον κάδο σκουπιδιών να ψάχνει για φαγώσιμα.

9
Ο ταχυδρόμος δεν είναι πια ο ταχυδρόμος που ξέραμε. Είναι η Σαλαμινία. Τίποτα καλό δεν κουβαλάει στη βαρυφορτωμένη σάκα του. Μόνο επίσημα έγγραφα με τυποποιημένη διατύπωση, σφραγίδες και υπογραφές δυσανάγνωστες, οφείλεις να πληρώσεις, οφείλεις να πληρώσεις, οφείλεις να πληρώσεις. Απόγνωση σε πιάνει, έτσι σου έρχεται να πνίξεις το έγγραφο σαν κοτόπουλο. «Μη με κοιτάς έτσι, τη δουλειά μου κάνω», απολογείται ο ταχυδρόμος. Κι εσύ απομένεις παγωμένος και μόνος να στηρίζεσαι στον παραστάτη της εξώπορτας σαν τους μελλοθάνατους.

10
Για τον πόλεμο της πατάτας που λένε, δεν έχω ενημερωθεί επαρκώς, δεν το ξέρω το θέμα, οπότε δεν έχω κι άποψη. Είδα όμως μια εικόνα στην τηλεόραση, μια αβέβαιη εικόνα καθώς προσπερνούσα το προπατζίδικο Το Τυχερό. Ένας ηλικιωμένος πλην καλοστεκούμενος άντρας είχε ένα σακί πατάτες στους ώμους κι έτρεχε. Ένας άντρας με ένα σακί πατάτες στους ώμους που έτρεχε. Που μας καταντήσανε!

11
Μια βαθιά αίσθηση εθνικής καταστροφής σαν τότε με την Μικρασία ή με τη Γερμανική κατοχή. Με τι κέφι να δουλέψει κανείς. Αφού όλα μάταια είναι, στο κενό πέφτουν οι προσπάθειες. Η κατάθλιψη στενεύει τις ώρες μας, τα λόγια, τις κινήσεις. Και μουδιασμένοι ανασαίνουμε παγιδευμένοι στα τέσσερα ντουβάρια, σε απλήρωτα ωράρια και σε τσατ ρουμς, αδρανείς βγάζοντας μπουρμπουλήθρες. Φυλακισμένοι στις κυβερνητικές δηλώσεις.

12
Οι δημοσιογράφοι έχουν δουλειά. Παλιά το τόσο το κάνανε τόοοοοοσο, τώρα δεν χρειάζεται να μεγαλοποιήσουν τίποτα. Παίρνουν το ανάλογο ύφος και απαγγέλουν τις καταστροφές, σχολιάζουν τάχα τις κυβερνητικές αποφάσεις, αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν γίνεται διαφορετικά, ότι χρειάζονται θυσίες κι ύστερα βάζουν τις κατάλληλες ειδήσεις για να αποπροσανατολίσουν τον κοσμάκη, επίορκοι υπάλληλοι, σου λέει, κομπίνες στα δημόσια ταμεία, εγκληματικότητα, στρέφεται το ενδιαφέρον εκεί, να τι φταίει, τρίβουν τα χέρια τους οι δημοσιογράφοι, άξιος ο μισθός τους και μόνο όταν βρουν τα σκούρα αποκαλύπτουν την αλήθεια νέτα σκέτα, μόνο που τότε δεν τους ακούει κανείς. Οι δημοσιογράφοι έχουν δουλειά στήνοντας το πολιτικό σκηνικό, αφήνοντας τις αλήθειες να αργοπεθαίνουν ανάμεσα στις διαφημίσεις και την τοποθέτηση προϊόντων.

13
Λες κι έγινε κατολίσθηση και αντί για κατσάβραχα πέφτουν παγωμένες λέξεις στα στεγανά των μυαλών μας ραγίζοντας τη σκέψη μας. Καθόσον, σου λέει, οι αγορές κινήθηκαν πτωτικά, και το χρηματιστήριο έκλεισε στις τόσες μονάδες, και τα σπρεντ κάνανε αυτό και το psi έκανε το άλλο και τα ομόλογα δεν απορροφήθηκαν και το μνημόνιο αναφέρει ρητά ότι, και το ΔΝΤ έχει τις απαιτήσεις του, και τα γκόλντεν μπόις της γκόλντεν σαξ έχουν σχεδιάσει, και το αναπτυξιακό πρόγραμμα δεν απέδωσε. Και βαράει το ντέφι του ο γύφτος χορεύει η αρκούδα με το χαλκά στη μύτη και βαράει το ντέφι και χορεύει η αρκούδα και βαράει το ντέφι χορεύει η αρκούδα. Μα ως πότε θα χορεύει η αρκούδα; Πότε επιτέλους θα καταλάβει ότι δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει παρά μόνο το χαλκά στη μύτη; Γιατί κάποτε θα το καταλάβει, είναι σίγουρο!

14
Μουντζώνει ο κόσμος από δω, μουντζώνει από κει κι ευθιξία καμία. Αυτοί σα να μη συμβαίνει τίποτα, κυκλοφορούν στα τηλεοπτικά στούντιο και εξηγούν και υπόσχονται, τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Ευθιξία μηδέν, να βγει ένας βουλευτής και να πει, «Δεν αντέχω άλλο, εμετός μου έρχεται, φεύγω». Τίποτα αυτοί. Εκεί. Στα έδρανα της Βουλής ταμπουρωμένοι. Χειροκροτούν αλλήλους σα να μην τρέχει τίποτα. Βοά ο τόπος από τα σκάνδαλα, αλλά αφού δεν αποδεικνύεται τίποτα, δεν συνέβη τίποτα. Μουντζώνει ο κόσμος από δω, μουντζώνει από κει κι ευθιξία καμία. Σίγουροι ότι στο τέλος θα πείσουν τους ψηφοφόρους, σίγουροι ότι θα συνεχίσουν να χειροκροτούν αλλήλους, σίγουροι στα μεγαλοπρεπή κουστούμια της ατιμωρησίας. Αφού δεν αποδείχτηκε τίποτα, τίποτα δεν έγινε.   

15
Και καλά, πες εμείς τα φάγαμε τα ψωμιά μας, ό,τι ζήσαμε - ζήσαμε. Τα παιδιά; Τι θα γίνει με τα παιδιά; Πώς θα τα βγάλουμε στη ζωή με ένα χαντακωμένο αύριο; Και θα μου πεις, «Και τι να κάνουμε λοιπόν; Πες μας εσύ μια λύση!». Δεν ξέρω, ας βάλει ο καθένας το χέρι στην καρδιά και θα τη βρει τη λύση. Μόνο το χέρι στην καρδιά να βάλουμε και να αφουγκραστούμε τον αληθινό εαυτό μας. Μόνο το χέρι στην καρδιά και τίποτα άλλο, τα υπόλοιπα θα έρθουν από μόνα τους.