Εσύ η σιωπή κι εγώ οι λέξεις της.


Σκούρο δέρμα, μαύρα μαλλιά, τοτέμ Αφρικάνικο το πρόσωπό σου –έτσι σε απαθανάτισε το φωτογραφικό μηχάνημα στην οδό Καλοκαιρινού. Έσκισες θυμωμένη τις φωτογραφίες γιατί κάπως αλλιώς θυμόσουν το πρόσωπό σου κι ύστερα θρήνησες κοιτάζοντας τα κομμάτια να τα παρασέρνει ο νοτισμένος αέρας και να χάνονται στο σκοτάδι.


Αγοράσαμε μπίρες από το περίπτερο της πλατείας και ως συνήθως ξεχάσαμε να πάρουμε τα ρέστα -έκανε το κορόιδο ο περιπτεράς. Πηγαίνοντας στο παρκάκι του αγίου Τίτου, πέσαμε σ’ ένα τρικούβερτο καβγά στην πιάτσα των ταξί. Πεθαμένες σκιές και βρισιές ακατανόητες -χύνονταν οι υγρές ώρες στους εύθραυστους δρόμους.

«Οι λέξεις είναι άδειες δίχως τους κώδικες του ουρανίσκου» σου είπα κι εσύ κρατούσες σφιχτά το σκουριασμένο προστατευτικό κιγκλίδωμα πλάι από το Μουσείο, κοιτάζοντας από ψηλά τα αυτοκίνητα να προσπερνάνε ξέφρενα, κοιτάζοντας με λαχτάρα τους προβολείς του θανάτου.
«Σιγά τ’ αυγά» μουρμούρισες, οπότε πείσμωσα και…
«Ψέματα σου λέω».
«Ξέρω ότι θάρθεις» παραδέχτηκες κι ένας κυκλώνας ανάσαινε στα πικρά σου μάτια

Η πόλη ζούσε τις ημερομηνίες της κι εμείς σαράβαλα που τα μαζεύανε τα ασθενοφόρα -κενά μνήμης και η απορία του «τι έγινε μετά;». Σκούρο δέρμα, μαύρα μαλλιά, τοτέμ Αφρικάνικο το πρόσωπό σου κι ένα σημάδι στην ωμοπλάτη -σκοτωμένο αίμα, σκοτωμένη μνήμη…
Κι η Σωτηρία Μπέλλου να επιμένει: «Ψέματα ήτανε, δε σ’ αγαπούσα…»
Ύστερα από χίλια χρόνια μάταια προσπαθώ να βγω από το δαχτυλικό αποτύπωμα του ονόματός σου, μάταια προσπαθώ να δραπετεύσω από την ανταύγεια των ματιών σου, μάταια προσπαθώ να ξεχάσω πώς πνιγόταν η συνείδησή μου στη κοιλιά σου. Ύστερα από χίλια χρόνια η μύτη σου που τη νόμιζες γαλλική, επιμένει να ραμφίζει το τζάμι της νοσταλγίας και να σπάει τα τείχη του μεγάλου κάστρου.

Εσύ η σιωπή κι εγώ οι λέξεις της.