Κονιάκ


Προσπαθώ να σε υφάνω σα ρούχο καταραμένο κι άδικα προσπαθώ να θυμηθώ την αρχή, το μόνο που μας ανήκε, γιατί βέβαια το τέλος δεν ήταν δικό μας.
Κι άραγε η αρχή ήταν εκείνο το πρωινό της Κυριακής που σου χτύπησα το κουδούνι κι είχα στη μασχάλη τις εφημερίδες και στη σακούλα ένα μπουκάλι κονιάκ; Αδύνατον να θυμηθώ.
Τελικά ούτε κι η αρχή μας ανήκε.

Θυμάμαι, όμως, τα χρώματα. Τα χρώματα παίζανε έναν ιδιαίτερο ρόλο. Ήταν λίγο μετά από την έκθεση ζωγραφικής στην γκαλερί Αριάδνη με θέμα τις πεταλούδες. Ο ήλιος λες κι είχε ανθίσει στο μπαλκόνι σου και το φως έμοιαζε με έντομο που είχε πιαστεί στα δίχτυα της κουρτίνας. Καλοκαίρι ακόμη, ίσως και λίγο Φθινόπωρο. Η ατμόσφαιρα της μέρας φρεσκολουσμένη. Το σώμα σου διάφανο και στο στήθος σου μάλωναν τα πλήκτρα ενός πιάνου ψάχνοντας το Adagio.

Έφερες αχνιστό καφέ φίλτρου και ποτήρια για το κονιάκ.