Στον αστερισμό της νοσταλγίας


(Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 1ου πολιτιστικού συνεδρίου του δήμου Κερατσινίου στο δημοτικό θέατρο Αντώνης Σαμαράκης στις 20 Απριλίου με θέμα Μνήμες και πολιτισμός Κερατσίνι – Δραπετσώνα.)

 Θα ξεκινήσω με ένα δανεικό στίχο, ίσως επειδή τα δάνεια είναι στην επικαιρότητα. «Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο». Έτσι μας θυμάμαι. Παιδιά με κοντά παντελόνια και γρατζουνισμένα γόνατα.

Ανοίγοντας τα μάτια μας στη Γεωγραφία, είδαμε τους χωματόδρομους. Σ’ αυτούς τους χωματόδρομους μοιράσαμε τα πρώτα μας παιχνίδια, τους πρώτους καβγάδες, τα πρώτα μυστικά της παιδικότητας. Το χειμώνα ήταν ανυπόφορη η λασπουριά. Όταν έβρεχε σχηματιζόταν ένα ορμητικό ρυάκι στη μέση του δρόμου, βάζαμε μικρά ξυλάκια να επιπλέουν και ταξιδεύαμε μαζί τους παίζοντας τη μικρή μας Οδύσσεια ως τα πέρατα του κόσμου, μέχρι την παρακάτω γειτονιά δηλαδή.

Πού είχε βρεθεί όλο αυτό το σαματατζίδικο παιδομάνι εκεί γύρω στη δεκαετία του πενήντα προς το τέλος; Δε θέλει ρώτημα. Η κοινωνία επούλωνε ενστικτωδώς τις πληγές της, τις απώλειες του πολέμου. Κι ο πόλεμος στην Ελλάδα κράτησε πολύ. Συναντιόμαστε στην παλιά δημόσια βρύση. Όταν μαζευόμαστε λίγοι παίζαμε σβούρες ή καλένια. Όταν μαζευόμαστε περισσότεροι παίζαμε με πάθος ποδόσφαιρο μονότερμα ή αμπάριζα, ξεσηκωνόταν η γειτονιά από τις φωνές. Δυσκολεύονταν οι μανάδες μας να μας φέρουν στο σπίτι, Θανασάκηηηηηηη, Γιώργο, Νίκο φώναζαν κι ακολουθούσε η χαρακτηριστική κίνηση βάζοντας το λυγισμένο δάκτυλο ανάμεσα στα δόντια, εννοώντας «Αλίμονό σου!» 



Ο πολιτισμικός προσανατολισμός σε τούτες τις συνοικίες ήταν το αποτέλεσμα της βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα στην ψυχονοοτροπία του χωριού και τις νέες συνθήκες ζωής στην πόλη. Συγκρούστηκαν το «Ιτιά ιτιά λουλουδιασμένη» με το «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», θεωρώ ότι έχασαν αμφότερα, κέρδισε το λαϊκό τραγούδι, οι πενιές των μπουζουκιών ξεχύνονταν από παντού. Στέλιος Καζαντζίδης. Αξεπέραστος και μοναδικός, έκλεινε μέσα στο τσάκισμα της φωνής του όλα τα απωθημένα της συνοικίας. Με μια μαύρη Φορντ τάουνους κυκλοφορούσε ο Πέτρος Αναγνωστάκης στη γειτονιά, έκλεβε τα βλέμματα, τα σχόλια.

Το Κερατσίνι όπως κι οι γειτονικές συνοικίες ήταν ένα χωνευτήρι. Κόσμος πολύς ήρθε σε τούτα τα χώματα κυνηγημένος από σκληρές ιστορικές συγκυρίες, δεν είναι της παρούσης. Ο πατέρας μου ήρθε από τον Καρβασαρά, νοίκιασε ένα δωμάτιο στη Δραπετσώνα, δούλευε στα Λιπάσματα. Η μάνα μου ήρθε από ένα απίθανο χωριό Ζάβιτσα η παλιά ονομασία, έξω από το Αγρίνιο. Γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν στο Κερατσίνι, οδός Δεληγιάννη. Το σπίτι είχε ένα δωμάτιο κι ένα χωλ. Στο χωλ κοιμόταν η γιαγιά, στο δωμάτιο το ζευγάρι κι εγώ, χτίστηκε ύστερα κι ένα δίπλα δωμάτιο, κάπως ανασάναμε. Μια ιστορία λίγο πολύ κοινή, τίποτα το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό. Το αναφέρω για να καταλήξω στην αυλή. 

Είχαμε μια μεγάλη αυλή, όλα τα σπίτια είχαν αυλές, όλοι είχαν μια σχεδόν νοσηρή αγάπη για τα λουλούδια τους. Οι τριανταφυλλιές και το αγιόκλημα, το φούλι και το γιασεμί, και μια ροδιά για καλή τύχη. Άνθρωποι του χωριού, βίαια αποκομμένοι από τις ρίζες τους και τον πολιτισμό της φύσης, θέλησαν να τον συνεχίσουν στην πόλη. Κι αυτό νομίζω ότι είναι το πρώτο πολιτιστικό στοιχείο. Οι ανθισμένες αυλές, μια υπόγεια φλέβα, ένας καθρέφτης από τα παλιά χρόνια. Ως και στα στερνά της χρόνια η μάνα μου με ξεφτισμένο μυαλό κι ενώ όλα τα είχε ξεχάσει, θυμόταν πάντα να ποτίσει τα λουλούδια.

Οι άντρες δουλεύανε στα γύρω εργοστάσια. Κι όταν γυρνούσαν από τη δουλειά είχαν διπλωμένη τη Δημοκρατική Αλλαγή χωμένη στην τσέπη τους να μη φαίνεται για το φόβο των Ιουδαίων. Κι όταν ήταν νυχτερινοί έπεφτε μια βαριά σιωπή στο σπίτι, δεν ακουγόταν κιχ. Οι γυναίκες φρόντιζαν για το νοικοκυριό και το φαγητό με τα λιγοστά τους μέσα. Ένα θαύμα συντελείτο στις κουζίνες. Κι οι συνταγές διασώζονταν από στόμα σε στόμα σαν τα έπη του Ομήρου. Τις Κυριακές πήγαιναν το ταψί στο φούρνο και δίνανε αυστηρές οδηγίες, «Να μου το προσέξεις, όχι όπως την άλλη φορά που καήκανε οι πατάτες». Κουνούσε το κεφάλι του ο φούρναρης κι αδιαφορούσε. 


Τα ήθη και τα έθιμα ήταν ένα ακόμη ενοποιητικό και χαρακτηριστικό πολιτισμικό στοιχείο. Τα εύθυμα Χριστούγεννα, το ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς, η κατάνυξη της Μεγαλοβδομάδας, το αναστάσιμο Πάσχα, οι ξέφρενες απόκριες, τα ανέμελα μπάνια του καλοκαιριού. Προσδιόριζαν και προσδιορίζονταν από μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και κατ’ επέκταση στάση ζωής.

Μια μέρα καλοκαιριού ο Νίκος μού λέει, «Ρε συ, δεν πάμε μέχρι το Πέραμα;». Σάστισα. Μέχρι τότε δεν είχαμε απομακρυνθεί μόνοι με το λεωφορείο από τη γειτονιά. «Έχει κάτι περίεργα μαγαζιά που παίζουνε μουσική, πάμε να τα δούμε». «Δε θα είσαι καλά» του είπα αυθόρμητα. «Φοβάσαι ε; φοβάσαι!» με αποπήρε. «Εγώ φοβάμαι! Άντε πάμε…». Δεν ξέρω πώς, μάλλον από διαίσθηση, βρήκαμε ένα τέτοιο μαγαζί προστατευμένο με ένα φράχτη από καλάμια. Τα αραιώσαμε λιγάκι και κοιτάξαμε με περιέργεια. Ο Νίκος δηλαδή κοίταξε πρώτος και, «Ω ρε μάνα μου» βόγκηξε και ξερογλείφτηκε. Η ορχήστρα είχε μαζευτεί στο πλουμιστό πάλκο κι έκανε πρόβες. Τίποτα άλλο δε χαράχτηκε στη μνήμη μου από εκείνο το λαθραίο βλέμμα, όσο το σκίσιμο στην κόκκινη φούστα της μελαχρινής τραγουδίστριας. Το μπανιστήρι διέκοψε ένας άξεστος περαστικός, «Τι κάνετε αυτού βρε αλήτες» μας πρόγκηξε και το βάλαμε στα πόδια. Για μέρες κουβεντιάζαμε αυτήν την εμπειρία. Κι αναρωτιέμαι σήμερα, εκείνα τα μυστήρια λαϊκά μαγαζιά του Περάματος δεν ήταν ένας ακόμη πολιτιστικός παράγοντας για την περιοχή;



Τη μονοτονία της καθημερινότητας έσπαγαν οι πλανόδιοι δίνοντας το δικό τους πολιτιστικό στίγμα. Αντηχούσαν οι στεντόρειες φωνές τους στα σπίτια, βγαίνανε οι νοικοκυρές όλο φούρια στις πόρτες. Ο ψαράς με το πανέρι στο κεφάλι του, τις μαρίδες και το γαύρο. Ο μανάβης με το γάιδαρο και το καρότσι του. Ο γαλατάς με ένα τρίκυκλο ποδήλατο. Ο γύφτος με την αρκούδα ή τη μαϊμού. Ο παγοπώλης με την τσιμπίδα του. Ο παγωτατζής σπρώχνοντας το καρότσι του. Ο Τσακατσούκας με τους ξηρούς καρπούς. Ο καρεκλάς, ο παπλωματζής, ο τροχιτζής, ο γανωματής. Σίγουρα κάποιον ακόμη έχω ξεχάσει. Οι πλανόδιοι σα θλιμμένα πάλσαρς διασχίζανε τους δρόμους της συνοικίας. (Λούστρους με κασελάκια δε θυμάμαι, αν και θα υπήρχαν. Προφανώς έχω κάνει άρνηση.)

Από τα επαγγέλματα θα αναφέρω με κάποια έμφαση τα κουρεία. Ναι, νομίζω ότι αξίζουν μια ιδιαίτερη μνεία τα κουρεία λόγω του τελετουργικού τους. Φλύαρος ο κουρέας, επιδέξια τα δάχτυλά του, ο μεγάλος καθρέφτης κατάπινε τις έγνοιες και τις σκοτούρες κι ο πελάτης γινόταν άλλος άνθρωπος βγαίνοντας μοσχομυριστός από το κουρείο, είχε μια λάμψη στο βλέμμα, έστω και για λίγο.

Απεχθάνομαι βαθύτατα τα κουρεία όπως και τα σημερινά κομμωτήρια, δεν πρόκειται μόνο για το κόμπλεξ ενός φαλακρού, είναι και το απωθημένο του θύματος μιας πλεκτάνης! Και εξηγούμαι. «Είναι ώρα να κουρευτείς παιδί μου» έλεγε η μάνα μου πάνω που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται κάποιο ίχνος χωρίστρας. «Ναι, αλλά να αφήσω μια φράντζα μπροστά, μη με κουρέψει πάλι γουλί ο κύριος Γιάννης» έλεγα εγώ γεμάτος προσδοκία για την ωραία φράντζα, σίγουρος για τα θαυμαστικά βλέμματα των κοριτσιών. «Εντάξει παιδί μου, εντάξει, μεγάλωσες πια» συμφωνούσε η μάνα μου. Πήγαινα λοιπόν στο κουρείο Η Τέχνη, στρογγυλοκαθόμουν στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα, έδινα τις οδηγίες μου με κάθε λεπτομέρεια στον κύριο Γιάννη. «Μην ανησυχείς» με διαβεβαίωνε εκείνος κι άρχιζε τη δουλειά με την χειροκίνητη μηχανή του. Σε λίγο μονολογούσε τάχα στενοχωρημένος, «Όχου μωρέ παιδί μου, ξέφυγε λίγο από δω, κάτσε να το πάρω λίγο από κει». Και στο τέλος λίγο από δω λίγο από κει με κούρευε γουλί. Κι έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν συνεννοημένος με τη μάνα μου κι άντε τώρα με γουλί το κεφάλι να κάνεις μόστρα και να σε κοιτάξουν με θαυμασμό.



Καθώς μεγαλώναμε πιστεύαμε ότι ξεκινούσε μαζί μας κι η Ιστορία του τόπου. Ήταν η εποχή που αναζητούσαμε τα πρώτα εξωσχολικά βιβλία. Κι όπως δεν υπήρχε κανείς να μας κατευθύνει, διαβάζαμε ότι έπεφτε στα χέρια μας. Κλασικά εικονογραφημένα, Μάσκα, Μυστήριο, Μικρό Ήρωα, αλλά και Κρόνιν, Στάινμπεκ, Πιτιγκρίλι, Ντοστογιέφσκι. Ο κόσμος των βιβλίων, ένας κόσμος μαγικός. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη συγκίνηση όλων μας όταν πρωτομπήκαμε στη βιβλιοθήκη του Πειραιά στο  Δημοτικό Θέατρο. Σα να μπαίναμε στη σπηλιά του Αλή Μπαμπά. Τα βιβλία και τα περιοδικά άρχισαν να διαμορφώνουν νέα πολιτιστικά πρότυπα. 



Και φυσικά το ραδιόφωνο.  Ήταν τοποθετημένο σε περίοπτη θέση μέσα στο σπίτι, δούλευε με λυχνίες κι έβγαζε ένα παραπονιάρικο βουητό, στο καντράν συλλαβίζαμε τις πόλεις του κόσμου. Και δίπλα από τους σταθμούς της κρατικής ραδιοφωνίας με εκπομπές όπως το Πικρή, μικρή μου αγάπη, αλλά και το θέατρο στο ραδιόφωνο, ανθίσανε κι οι ερασιτεχνικοί σταθμοί. Είχαμε φτάσει στο σημείο κάθε γειτονιά να έχει τουλάχιστον έναν «πειρατή». Και δίπλα από την επίσημη δισκογραφία, εμφανίστηκε κι απλώθηκε κι επιβλήθηκε η μουσική που μέχρι τότε την κρατούσαν στο περιθώριο, ένα μουσικό ξέσπασμα άνευ προηγουμένου.    



Παράλληλα με τη μουσική και σε συνδυασμό μαζί της ξεπροβάλανε κι οι κινηματογράφοι. Ένα σωρό αίθουσες υπήρχαν με όμορφα ονόματα και άβολα καθίσματα, Άνθος, Αίγλη, Αλόμα, Λουξ, Παλλάς  Αστέρια, Αρμονία. Ακροθιγώς αναφέρω το θέατρο του Χρυσοστομίδη, υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι να μιλήσουν επ’ αυτού. Φίσκα τις Κυριακές οι κινηματογράφοι. Παίξανε το ρόλο τους στη διαμόρφωση των πολιτιστικών στοιχείων, κρούανε τον κώδωνα του κινδύνου για τις σειρήνες που απειλούσαν τη νέα γενιά, εμείς ήμασταν τότε η νέα γενιά, εμείς οι στριμωγμένοι σα σαρδέλες στις σχολικές αίθουσες. Πέμπτον γυμνάσιο αρρένων Πειραιώς. 


Κι είχαν δίκιο να ανησυχούν οι μεγαλύτεροι διότι δεν έφτανε το ροκ εντ ρολ κι ο Έλβις Πρίσλει, οι λέσχες με τα ποδοσφαιράκια κι ο τεντιμποϊσμός με τα γιαούρτια, αυτά κάπως τα ελέγχανε. Προκύψανε όμως οι Μπιτλς και τα αντίστοιχα Αγγλικά συγκροτήματα, αδύνατο να αναχαιτιστούν. Τα πάρτι είχαν γίνει της μόδας. Βερμούτ, κολόνια πίνο σιλβέστρε, χαμηλός φωτισμός, αισθαντικά μπλουζ, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα -και το βλέμμα άγρυπνο στο ρολόι καθώς η ώρα περνούσε σαν οτομοτρίς.

Οι μεγάλοι τραβάγανε τα μαλλιά τους απελπισμένοι κι εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε το εμβαδόν μας ανάμεσα στους καημούς των λαϊκών τραγουδιών και τα ουρλιαχτά των ξένων συγκροτημάτων, ανάμεσα στην απλοϊκή γλώσσα των προηγούμενων και τη λόγια γλώσσα των βιβλίων. Εμείς με κουτσουρεμένα Αγγλικά και τις μάχες για ένα καμπάνα παντελόνι ή το πρώτο Αμερικάνικο μπλουτζίν. Εμείς αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τη μερίδα του λέοντος στα πολιτισμικά δρώμενα, να ανοίξουμε δρόμους καινούριους, να τους ξεστραβώσουμε τους αμαθείς!  


Όπως ήταν φυσικό μια καινούρια, επίσης βίαιη, πολιτιστική σύγκρουση έγινε τότε, μια σύγκρουση γενεών. Η συνοικία έχανε το παλιό σταθερό και αναγνωρίσιμο πρόσωπό της και το καινούριο ήταν θολό, αντιφατικό, άγριο. 

Οι κάθε γενιά βίωσε αντίστοιχες καταστάσεις, μιλώ για τη δική μου γενιά, τις αντιφάσεις της. Και πώς αυτή η γενιά κατάφερε να ξεπεράσει ή να μην ξεπεράσει τις αντιφάσεις της και την επόμενη δεκαετία, τη δεκαετία του 70 να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του αντιδικτατορικού αγώνα; Εκείνο το «μάθε γράμματα παιδί μου» των γονιών μας είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μπούμε σε πανεπιστήμια και σχολές, να αποκτήσουμε την ιδιότητα του φοιτητή, να διαβάσουμε πολιτικά βιβλία πλέον, να προβληματιστούμε με τους στίχους του Σαββόπουλου, να πάμε στο θέατρο, να αναζητήσουμε άλλες ταινίες, και να κρατήσουμε ζωντανή τη Ρωμιοσύνη του Θεοδωράκη.



Είπα Θεοδωράκης και θυμήθηκα τα γραφεία των Λαμπράκηδων. Μεγάλη παράλειψη να μην το αναφέρω προηγουμένως, γιατί ήταν σημαντικότατη η συμβολή τους στη δημιουργία πολιτισμικών στοιχείων στην περιοχή. Θα έπρεπε κανείς να πει κάτι περισσότερο, δυστυχώς δεν έχω την εμπειρία να μιλήσω για τους Λαμπράκηδες, γιατί ανήκα σε μια άλλη επίσης πολιτιστική ομάδα. Την ομάδα των κατηχητικών σχολείων.



Δε θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Δε μιλώ για κάποιου είδους θρησκοληψία. Όχι. Μιλώ για τις ομάδες των κατηχητικών και τις υπαρξιακού χαρακτήρα συζητήσεις τους. Εκεί ήρθαμε σε επαφή για πρώτη φόρα με την κλασική μουσική, εκεί ήρθαμε σε επαφή με τη σκέψη των στοχαστών, εκεί βιώσαμε την κοινωνική αλληλεγγύη. Ήμουν σ’ αυτές τις ομάδες και τους χρωστάω πολλά. Και νομίζω ότι τα κατηχητικά στο σύνολό τους και παρά τις αδυναμίες τους συνέβαλαν σ’ αυτό που θα λέγαμε πολιτισμική ταυτότητα της περιοχής. 



Μετά το 74 απουσίαζα. Η ξελογιάστρα Αθήνα, αλλά και το εξωτερικό είχαν κλέψει το ενδιαφέρον μου, την προσοχή μου. Κατά συνέπεια δεν έχω συγκροτημένες μνήμες κι άρα δε μπορώ να μιλήσω. Εκ του αποτελέσματος μόνο συμπεραίνω ότι και τότε θα πρέπει επίσης να έγινε μια ακόμη σύγκρουση ιδεολογικοπολιτικής φύσης μάλλον με επιπτώσεις στο πολιτιστικό προφίλ της περιοχής. Ερχόμουν σε αραιά διαστήματα στο πατρικό μου σπίτι διατηρώντας μια νοσταλγική αίσθηση από στροφές και ονόματα δρόμων, από μάντρες με συνθήματα και αδέσποτα σκυλιά. Μια ιδιωτική εικόνα.

Τι σόι πράγμα είναι λοιπόν ετούτος ο τόπος που ακόμη και σε μένα έναν αποστάτη, δημιουργεί τέτοια συγκίνηση; Δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Ένα είναι σίγουρο, ότι όπου κι αν βρισκόμουν δεν κατάφερα ποτέ να απαλλαγώ από το Κερατσίνι, αδύνατο να κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος. Τα όσα έγραψα αργότερα αναφέρονται πρωτίστως στο Κερατσίνι και τους ανθρώπους του, είτε εμμέσως είτε αμέσως. Ακόμη κι αν το Κερατσίνι δεν ήταν ο γενέθλιος τόπος μου, πάλι εδώ θα αναζητούσα την ψυχή μου.  

Κι ύστερα καταργήθηκε το τραμ, αποσύρθηκε το Πράσινο λεωφορείο, υψώθηκαν πολυκατοικίες, γίνανε αλλαγές στα μαγαζιά, το ντύσιμο, τις εκφράσεις -η τηλεόραση διαφέντευε πλέον τις ζωές. Οι δυτικές συνοικίες μοιάζανε αόμματες, κάπως σαν αδέσποτα σκυλιά που χυμάνε γαβγίζοντας στις ρόδες των αυτοκινήτων. Οι δυτικές συνοικίες το άλας της Ιστορίας. Ποιος να το περίμενε! Ανυπόφορος νεοπλουτισμός και συμπεριφορά αρχοντοχωριάτη, αλλά και πολυξεροσύνη αβάσταχτη.



Όλα τα πολιτισμικά στοιχεία που δίνανε χαρακτήρα και υπόσταση στην περιοχή ατονήσανε,  επικρατήσανε άλλα με αποκορύφωση την αποτρόπαια λέξη «λαμόγιο» η οποία και συνοψίζει ξεκάθαρα την κατάσταση. Δε θα ήθελα να μπω σε κοινωνιολογικά χωράφια και να αναζητήσω εξηγήσεις, σταματώ εδώ, αφού πρώτα αναφέρω τη συγκινητική προσπάθεια του Γιώργου Μαρκόπουλου για ένα διαγωνισμό θεάτρου δρόμου στη Δραπετσώνα. Το είπε και το έκανε. 



Και πάνω που μας είχε πάρει ο ύπνος ζαβλακωμένους από το αφιόνι της ευμάρειας, ξυπνήσαμε απότομα στο παρόν. Το «τώρα» με την οικονομική κρίση, την πολιτική αναλγησία και τους απελπισμένους ανέργους. Μού φαίνεται σαν κάτι να αλλάζει ξανά, καθώς όλο και περισσότεροι αναρωτιόμαστε, «Μωρέ πού πάμε, για πού τραβάμε;» και ψάχνουμε το διπλανό μας, το γείτονα, όχι για να του μπούμε στο μάτι, αλλά για να ακουμπήσουμε το βλέμμα μας, να ανοίξουμε τις καρδιές με μια υποσυνείδητη διάθεση να υπερασπίσουμε υπόγεια εκείνο το δικό μας καρβέλι το ταπεινό, εκείνη τη ρίζα που μάς συνδέει με τις ανάσες των πεθαμένων μας.

Τι θα γίνει παρακάτω; Άγνωστο! Μόνο μια ευχή μπορεί κανείς δώσει, να ξαναποκτήσουμε τα πολιτισμικά μας στοιχεία που με τόσο κόπο και θυσίες είχαμε κατακτήσει, να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο και να αποκτήσουν σιγουριά τα βήματά μας στους δρόμους που αγαπήσαμε. Να χτίσουμε εν τέλει στέρεες τις μνήμες του μέλλοντός μας και να γίνουμε εμείς μοίρα στη μοίρα μας.



Και θα τελειώσω με έναν επίσης δανεικό στίχο ενός, αγαπημένου σε όλους φαντάζομαι, τραγουδιού. «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».