Την εποχή των Beatles


[Οι Μπιτλς μεσουράνησαν στη δεκαετία του ’60 και σημάδεψαν παγκόσμια τη μουσική σκηνή. Για δέκα χρόνια  με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κυριαρχούσαν στις επιλογές της νεολαίας. Οι Μπιτλς ήταν κάτι περισσότερο από ένα μουσικό σχήμα. Ήταν κοινωνικό φαινόμενο. Να ήταν άραγε ένα μελετημένο βιομηχανικό προϊόν μουσικής παραγωγής ή μήπως αυτόφωτοι καλλιτέχνες; Ή μήπως και τα δύο. Δεν ξέρω. Εκείνο που μπορώ να πω με κάποια σιγουριά είναι ότι το Imagine κι ο βίαιος τρόπος που πέθανε ο Λένον, σαρώνουν όλες τις μικροψυχίες, φωτίζοντας δραματικά τόσο την καλλιτεχνική, όσο και την ουμανιστική αξία της ψυχής του συγκροτήματος.] 
  

1
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις και τις αναμνήσεις στάθηκε μια συνάντηση μετά από πολλά χρόνια με τον Πέτρο. Τυχαία συναντηθήκαμε σε μια έκθεση ζωγραφικής, δεν κρυβόταν η συγκίνηση. Τον αναγνώρισα από τη φωνή του, τόσο πολύ είχε αλλάξει. Συνταξιούχος πλέον μιας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας. Αποτραβηχτήκαμε στην άκρη να πούμε τα νέα μας, μα πώς να καλύψεις με λέξεις τα χρόνια, πώς να ξεθάψεις τις αναμνήσεις που σα δόντια μοιάζουν. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μέιλ κι ύστερα τον είδα να χάνεται στο πλήθος. Αυτή ήταν η αφορμή, γιατί θυμήθηκα την πρώτη και μοναδική φορά που είδα κάποιον να σπαράζει από ερωτικό σεβντά συνοδεία της μουσικής των Μπιτλς. Να σπαράξει κάποιος από ερωτικό σεβντά ακούγοντας Καζαντζίδη, Διονυσίου ή Χιώτη, ναι, να το καταλάβω. Αλλά με Μπιτλς! Μου είχε κάνει εντύπωση.
Απέναντι ήταν τα σπίτια μας, με είχε στείλει η μάνα μου να τους πάω μουσταλευριά, γιατί δε θυμάμαι πια το λόγο, αλλά είχε γεμίσει το σπίτι μας μουσταλευριά και δεν ξέραμε τι να την κάνουμε. Το σπίτι τους αντηχούσε από ένα δυνατό μπάπα μπούπα, τρίζανε τα τζάμια. «Ο Πέτρος είναι, χωρίσανε με τη γκόμενα και τα έχει βάψει μαύρα, όλο αυτό το τραγούδι ακούει και μού έχει σπάσει τα νεύρα» εξήγησε η κυρία Κλεανθή η μάνα του και συμπλήρωσε. «Πες του κάτι κι εσύ παιδάκι μου, συμβούλεψέ τον». Μα τι να του έλεγα; Ο Πέτρος ήταν μεγαλύτερός μου και σ’ εκείνες τις ηλικίες τέσσερα χρόνια ήταν μεγάλη διαφορά, άσε που είχε και την αίγλη του φοιτητή της Βιομηχανικής. Παρόλα αυτά πήγα. Μισοσκότεινο το δωμάτιο, μύριζε κλεισούρα, καπνό και βρόμικες κάλτσες. Ο Πέτρος μισοξαπλωμένος στο ξέστρωτο κρεβάτι με απλανές ύφος άκουγε και ξανάκουγε το ίδιο τραγούδι. Μαζί του το άκουσα κι εγώ πέντε έξη φορές, ώσπου στο τέλος βαρέθηκα κι έφυγα δίχως να τον συμβουλέψω. Και το κυριότερο, είχα ξεχάσει να τους δώσω τη μουσταλευριά!

2
Οι Μπιτλς ανακηρύχθηκαν συγκρότημα του αιώνα και αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν τολμούν να αμφισβητήσουν ούτε όσοι δεν είναι θαυμαστές τους. Η επίδραση που είχαν στη διαμόρφωση της αισθητικής της σύγχρονης ποπ υπήρξε μεγάλη. Το συγκρότημα φτιάχτηκε το 1959, όταν συναντήθηκαν ο Λένον κι ο Μακ Κάρτντει, και μεσουράνησε στη δεκαετία του 60. Πέρα όμως από την αποτίμηση της μουσικής τους προσφοράς, που στο κάτω κάτω δεν είμαι αρμόδιος για να κάνω, αξίζει τον κόπο να αναφέρει κανείς ένα κοινωνικό φαινόμενο που δημιουργήθηκε, την Beatlemania. Τι σήμαινε αυτό; Μα εκδηλώσεις ακραίας λατρείας από τους νεαρούς και νεαρές φαν, μια υστερική κρίση, ήταν κάτι απίστευτο, οι περιγραφές δεν αποδίδουν το μέγεθος του πράγματος. Μόνο αν δει κανείς φωτογραφίες ή ταινίες της εποχής θα αντιληφθεί τι σημαίνουν οι λέξεις «εκδηλώσεις ακραίας λατρείας».

3
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Οι Μπιτλς επέδρασαν καταλυτικά και στη συμπεριφορά, και την εμφάνιση, και τις απόψεις και φυσικά στην αισθητική των ακροατών τους. Κι οι ακροατές τους ήταν σχεδόν όλη η νέα γενιά εκείνης της εποχής. Η «επανάσταση» που ξεκίνησε με τον Πρίσλει και το αμφιλεγόμενο κούνημα των γοφών του, έγινε χιονοστιβάδα για να παρασύρει οτιδήποτε παλιό και καθιερωμένο, μια γροθιά στο κατεστημένο της αμερικάνικης κοινωνίας από κει που δεν το περίμεναν. Αυτή η εντός εισαγωγικών επανάσταση συνάντησε την αγγλική της εκδοχή στο πρόσωπο των Μπιτλς.

4
Είχαμε ένα συμμαθητή, Καψοδόντης λεγόταν. Ήθελε να κάνει καριέρα σα ντράμερ. Ήθελε να γίνει ο Ρίγκο Σταρ. Είχαν φτιάξει ένα συγκρότημα με το όνομα ΒΒΚ από τα αρχικά των μελών. Δεν περιοριζόταν να χτυπάει με μανία τα τύμπανά του στις πρόβες που κάνανε ανυπερθέτως κάθε απόγευμα, χτυπούσε κι οτιδήποτε βρισκόταν γύρω του. Όπου και να στεκόταν κάτι χτυπούσε ρυθμικά. Τοίχους, βιβλία, το στομάχι του και κυρίως το θρανίο του. Ντάπα και ντούπα ντάπα και ντούπα. Και σε στιγμές έξαρσης έδινε και μία ξεγυρισμένη στο κεφάλι του μπροστινού του. Συνέχεια αυτό το βιολί. Η τάξη μας αντιβούιζε από το ντάπα ντούπα του Καψοδόντη και μερικές φορές είχαμε την εντύπωση ότι βρισκόμασταν στην Αφρική. Ιδίως τις ώρες που είχαμε καθηγητή τον κύριο Παλιό, ήταν ο φιλόλογός μας, ένας άνθρωπος ηλικιωμένος και πολύ περήφανος στ’ αυτιά. Τότε εκτροχιαζόταν ο Καψοδόντης. «Κόφτο ρε» του φώναζε τσαντισμένος ο Ξανθόπουλος. «Γιατί; Θες να ακούσεις τι λέει ο Παλιός;» αντιδρούσε εκείνος. «Όχι, ρε βλίτο, θέλουμε να κοιμηθούμε!» απαντούσε ο Ξανθόπουλος. Ήταν μια σχολική τάξη, ήταν κάποιοι συμμαθητές, ήταν μια εποχή, ήταν η ζωή μας.

5
Ούτε ο Ελβις ούτε και οι Μπιτλς είχαν επαναστατική πρόθεση. Ήθελαν απλώς να γράψουν τη μουσική τους και να κάνουν τους ακροατές να διασκεδάζουν μ’ αυτήν. Αυτά όμως τα απλά (ενίοτε και απλοϊκά) τραγούδια έγιναν τα κλειδιά για μια καινούργια εποχή και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τα αιτήματα του ροκ κινήματος, που ήταν: αγάπη, ελευθερία, ισότητα, προστασία του περιβάλλοντος, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι αποκλεισμοί λόγω χρώματος. Αιτήματα δηλαδή που συνεχίζουν να ισχύουν και σήμερα ίσως μάλιστα σήμερα ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’60. Εκείνα τα απλά τραγούδια ξεκλείδωσαν με σχεδόν μαγικό τρόπο δυνάμεις που κανείς ίσαμε τότε δεν υποψιαζόταν.  

6
Ναι, ήταν μια εποχή. Και τι εποχή! Τα μουσικά συγκροτήματα εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο. Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό, θέλω να πω ποιες ήταν οι αιτίες, πάντως είχε γεμίσει η γειτονιά συγκροτήματα, υποθέτω ολόκληρη η Ελλάδα. Δυο ή τρεις κιθάρες κι ένα ντραμ, ύφος φευγάτο κι ένα όμορφο όνομα, π. χ. Ανεμόσκαλες κι έτοιμο το γκρουπ. Και δε μιλάω για τα συγκροτήματα που τέλος πάντων κάνανε κάποια καριέρα, βγάζανε έναν ήχο, δίνανε πρωινές συναυλίες τις Κυριακές στους κινηματογράφους. Μιλάω για τα ερασιτεχνικά συγκροτήματα. Πού βρέθηκαν τόσοι μουσικοί; Άγνωστο. Πάντως αποθήκες, υπόγεια και πλυσταριά είχαν μεταβληθεί σε στούντιο κι εκεί μέσα χτυπιόνταν και ούρλιαζαν οι επίδοξοι Μπιτλς της συνοικίας με το επιχείρημα τι Λίβερπουλ, τι Κερατσίνι, κάτι σαν το τι Λοζάνη τι Κοζάνη. Και με ζέστη και με κρύο αυτοί εκεί, πιστοί στο καθήκον. Φωνάζανε  απελπισμένες οι μανάδες τους, φωνάζανε έξω φρενών οι γείτονες, αλλά πώς να τους ακούσουν, αφού αυτοί φωνάζανε πιο δυνατά αναζητώντας το τέλειο ουρλιαχτό, την τέλεια διαμαρτυρία.  
Είχαν βέβαια και τα τυχερά τους, γιατί όλοι ξέρουμε πόσο επιρρεπές είναι το άλλο φύλο στους καλλιτέχνες…

7
Όσοι δεν είχαμε έφεση στη μουσική περιοριζόμαστε να χοροπηδάμε στο ρυθμό κουνώντας τα χέρια μας σα να παίζαμε κιθάρα, σα να πιάναμε τα σόλα και απογειωνόμαστε με τη φαντασία μας. Πάνω κάτω το κεφάλι, πέρα δώθε τα χέρια κι όλο το σώμα να τρέμει, σέικ που το λέγαμε, όνομα και πράγμα. Έτσι που το βλέπω τώρα πρέπει να φαινόταν γελοίο το θέαμα, αλλά τότε δεν υπήρχε τίποτα πιο σοβαρό από το να χτυπιόμαστε σα χταπόδια εκφράζοντας έτσι την αντίστασή μας στην καταπίεση του συστήματος, της οικογένειας, του εκπαιδευτικού συστήματος και γενικώς. Θυμάμαι μια φορά, είχαμε κενό, κάποιος καθηγητής έλειπε, ο Λυκειάρχης μάς παρακάλεσε να μείνουμε ήσυχοι στην αίθουσα μέχρι να περάσει η ώρα. Μόλις μείναμε μόνοι στήθηκαν τα φανταστικά συγκροτήματα, ένα εδώ άλλο εκεί κι αρχίσανε οι ανταγωνισμοί με απίθανα σολαρίσματα και ανατριχιαστικά ουρλιαχτά. Τέτοιο πανδαιμόνιο δεν ξέρω αν έχει ακουστεί άλλη φορά σε σχολείο. Ήρθε αναστατωμένος ο Λυκειάρχης, επέβαλε την τάξη και, «Μπορώ να μάθω τι παριστάνετε σκαρφαλωμένοι στα παράθυρα και ανεβασμένοι στα θρανία;» ρώτησε. «Τους Μπιτλς» απάντησε θαρρετά ο Θεοδόσης ο καλύτερος μαθητής της τάξης κι αυτός που καθάριζε για όλους. Κι όλοι συμφωνήσαμε, εκτός από τον Τριαντάφυλλο που είπε δειλά, «Εγώ κύριε Λυκειάρχα, έκανα το Ζαμπέτα!».

8
Ήταν τόση η επίδραση των Μπιτλς ώστε η πολιτισμική ιστορία να έχει ήδη δημιουργήσει τον νέο όρο: Εποχή πριν από τους Μπιτλς και εποχή μετά του Μπιτλς. Ο όρος δεν έχει σχέση μόνο με τη μουσική, αλλά με έναν ολόκληρο τρόπο ζωής που ορίζεται από τον αντικομφορμισμό, το άνοιγμα προς άλλους πολιτισμούς, την κατάλυση των ταμπού, την αμφισβήτηση των κατεστημένων αξιών και συστημάτων. Ήταν αυτός ο τρόπος ζωής που πρόβαλαν σα ζητούμενο οι νεανικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960, με κορυφαία την εξέγερση του Μάη του ΄68.

9
Για τους μεγάλους οι Μπιτλς ευθύνονταν για το ξεσάλωμα της νεολαίας ειδικώς και τα χάλια της χώρας γενικώς. Οι Μπιτλς φταίγανε που δε μαθαίναμε Αρχαία, που δεν είχαμε σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες, που αργούσε το λεωφορείο. Οι Μπιτλς κι ό,τι αντιπροσωπεύανε με τα μακριά μαλλιά τους. Κι έτσι κάθε πρωί πριν την προσευχή κι όταν είχαμε κάνει τετράδες στο προαύλιο, περνούσε ανάμεσα μας ο γυμναστής βλοσυρός και έλεγχε το μήκος των μαλλιών μας και το μάκρος της φαβορίτας, λέγοντας «Δε θα το κάνουμε το σχολείο Μπιτλοχανείο! Εδώ είναι ναός της γνώσης». Μια μέρα εμφανίστηκε ο Χούλης ο Μάριος με δυο τσιρότα στα μάγουλα. «Τι έπαθες παιδί μου;» τον ρώτησε ο γυμναστής που δεν του ξέφευγε καμία αλλαγή στην εμφάνισή μας. «Έπεσα σε ένα συρματόπλεγμα και γρατζουνίστηκα, κύριε γυμναστά!». «Να προσέχετε παιδιά τα συρματοπλέγματα» μας συμβούλεψε. Την άλλη μέρα εμφανίστηκαν άλλοι δύο με τσιρότα στα μάγουλα. «Εσείς τι πάθατε;» «Πέσαμε κι εμείς σε συρματόπλεγμα.» απάντησαν ανερυθρίαστα. Την άλλη μέρα είχαν έρθει καμιά δεκαριά με τσιρότα στα μάγουλα. Υποψιάστηκε ο γυμναστής, έβγαλε τα τσιρότα κι έφρυξε. Κάτω από τα τσιρότα καλλιεργούσαν φαβορίτες. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται για το τι έγινε στη συνέχεια.   

10
Ένα άλλο χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής ήταν τα Ινστιτούτα Αγγλικών. Πολλά Ινστιτούτα. Μαθαίναμε απαξάπαντες κουτσά στραβά Αγγλικά, αλλά οι ξένες γλώσσες απαιτούν ή να έχεις έφεση ή να έχεις κάποιο σοβαρό λόγο για να τις μάθεις. Ο δικός μας λόγος ήταν για να τραγουδάμε τα τραγούδια των Μπιτλς με την ανάλογη προφορά. Για να εξηγούμαστε, όχι μόνο των Μπιτλς, αλλά οι Μπιτλς βρίσκονταν σε κάτι να το πούμε απυρόβλητο, ήταν οι καλύτεροι, είτε μας αρέσανε είτε όχι. Για να πετύχουμε μάλιστα την καλύτερη προφορά στραβώναμε το στόμα μας. Μιλούσαμε λες κι είχε ξεβιδωθεί το σαγόνι μας. Και δεν περιοριζόμαστε μόνο στα Αγγλικά, μιλάγαμε και τα Ελληνικά με ανάλογη προφορά και δεν καταλάβαινε κανείς τι λέγαμε, ούτε εμείς οι ίδιοι. Αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, σημασία είχε να αποδοθεί σωστά το «σέρζεντ πέπερ’ς λόνλι χαρτς κλαμπ μπαντ» ή το «στρόουμπερι φιλντς φορ έβερ».  

11
Οι Μπιτλς μεσουράνησαν στην νιότη μας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και συνδέθηκαν άρρηκτα με το πρώτο μας μπλουτζίν. Μεγάλοι αγώνες να πείσουμε τους γονείς μας να μας αγοράσουν μπλουτζίν. Ανένδοτοι εκείνοι αντιδρούσαν, ανένδοτοι όμως κι εμείς. Γκρίνια, κλάματα, μουρμούρα, πείσματα, τα γνωστά. Στο τέλος τους πείθαμε. Και την πατάγαμε, γιατί εμείς εννοούσαμε μπλουτζίν κανονικό, αμερικάνικο, ένα λιβάις ας πούμε, να ξεβάφει στα γόνατα, ενώ εκείνοι κάνοντας οικονομία, μας αγοράζανε κάτι απίθανα μπλουτζίν που τα φτιάχνανε στο άρπα κόλα στην αγία Βαρβάρα. Και δεν έφτανε που δεν ήταν το μπλουτζίν που ονειρευόμασταν, χαλούσε σχεδόν αμέσως το φερμουάρ και μάγκωνε. Και πόσο φαρδιές μπλούζες να φοράει κανείς!

12
Οι Μπιτλς μεσουράνησαν την δεκαετία του 60 και κάποτε έφτασαν σε αδιέξοδο και οδηγήθηκαν στη διάλυση, ίσως κατανοώντας κατά βάθος ότι είχαν επιτελέσει την αποστολή τους, ότι δεν πήγαινε παραπέρα. Δέκα χρόνια ίσως να μην φαίνονται πολλά για το βεληνεκές ενός τέτοιου συγκροτήματος. Ήταν όμως γεμάτα. Δεν έχει νόημα να αναφέρει κανείς την ιστορική καταγραφή των γεγονότων. Οποιοδήποτε σάιτ κι αν ανοίξει κανείς θα τα βρει και θα τον πιάσει δέος από τους αριθμούς -αντίτυπα που πουλήθηκαν, εισιτήρια σε συναυλίες και ταινίες, πλατινένιοι δίσκοι, και τα λοιπά. Ναι, δεν έχει νόημα να πληροφορηθεί κανείς πότε δοκίμασαν lsd ή αν κάπνισαν στ’ αλήθεια μαριχουάνα με τον Μπομπ Ντίλαν. Ούτε ότι 250.000 φαν τούς περιμένουν στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης ή ότι ήδη το 1967 το τραγούδι «Yesterday» είχε διασκευαστεί και ηχογραφηθεί από 446 (!) διαφορετικούς καλλιτέχνες.
Σημασία έχει ότι σε μία δεκαετία έκαναν και κέρδισαν τα πάντα. Δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να διαλυθούν. Κανένα άλλο συγκρότημα δεν κατόρθωσε ούτε καν να πλησιάσει αυτή τη μεγαλειώδη καριέρα. Κι υπήρχαν πολλά συγκροτήματα, πολλά και καλά.


13
Μιλώντας κι ακούγοντας τη μουσική των Μπιτλς δε μπορώ να μην αναφέρω έστω και ακροθιγώς την περίπτωση ενός φίλου, Κοσμάς το όνομά του, Γκαβό τον φωνάζαμε λόγω της μεγάλης του μυωπίας. Οι γονείς του είχαν μπακάλικο στον κεντρικό δρόμο, ευκατάστατοι άνθρωποι θέλω να πω. Ο Κοσμάς λοιπόν ήταν φανατικός των Μπιτλς. Μάζευε όλα όσα γράφονταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά γι’ αυτούς κι άκουγε μετά μανίας τον Αμερικάνικο σταθμό για να μαθαίνει πρώτος τα νέα του συγκροτήματος. Ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε στη γειτονιά με γυαλιά τύπου Λένον. Δεν ξέρω πού και πώς τα βρήκε, πάντως τα βρήκε. Είχε κάνει ταύτιση με το Λένον, πίστευε ότι όλα τα τραγούδια των Μπιτλς ήταν του Λένον. Όποιος του θύμιζε ότι είναι αδιευκρίνιστο ποιος είχε γράψει τα τραγούδια, του έκοβε την καλημέρα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι είχε όλους τους δίσκους τους και κοκορευόταν κι εμείς σκάγαμε από ζήλεια. Γιατί ναι μεν οι περισσότεροι διαθέταμε πλέον τα δικά μας πικ απ -κάτι μονοφωνικά που το καπάκι ήταν το μεγάφωνο- αλλά δίσκους δε μπορούσαμε να αγοράζουμε συνέχεια, οπότε αναγκαζόμαστε να κάνουμε ανταλλαγές και στο τέλος ο δίσκος από τα  γρατζουνίσματα δεν ακουγόταν. Ο Κοσμάς ήταν ο μόνος που δεν δάνειζε τους δίσκους του, τους πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. Αυτά μέχρι που οι γονείς του αποφάσισαν ότι οι Μπιτλς φταίγανε που δεν πρόκοβε στα μαθήματα. Ακόμη και σε ιδιωτικό σχολείο τον είχαν γράψει, δίχως όμως επιτυχία. Κι έτσι αποφάσισαν να τού πετάξουν όλους τους δίσκους μπας και στρωθεί και διαβάσει. Τρελάθηκε ο Κοσμάς σ’ αυτήν την προοπτική και πριν πραγματοποιήσουν την απειλή τους, ήρθε στο σπίτι μου ένα απόγευμα κουβαλώντας μια κούτα. «Να κρύψω εδώ για λίγο καιρό τους δίσκους μου» είπε και με παρακάλεσε να μην τους βάλω στο δικό μου πικ απ. «Μόνο για λίγο καιρό να περάσει η μπόρα» ξανάπε λυπημένος. Ο λίγος καιρός έγινε πολύς, γιατί ύστερα  ερωτεύθηκε την Πόπη Λυκίου κι έγινε λάτρης του Διονυσίου, οπότε ξέχασε τους δίσκους. Τα λέω αυτά για να εξηγήσω μετά από τόσα χρόνια πώς βρέθηκα με ένα σωρό δίσκους των Μπιτλς και πώς έβγαλα τη φήμη του μπιτλομανή, γιατί βέβαια την υπόσχεσή μου να μην τους ακούσω στο δικό μου πικ απ, δεν την κράτησα.

14
Η προσφορά των Μπιτλς στην ιστορία της ποπ μουσικής αλλά και της μουσικής γενικότερα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να οριοθετηθεί. Πέρα από τις αλλαγές που έφεραν στη μεταπολεμική συντηρητική κοινωνία, υπήρξαν πρωτοπόροι σε όλους του τομείς που αφορούσαν την ηχογράφηση. Ήταν το πρώτο συγκρότημα που χρησιμοποίησε το στούντιο ως εργαλείο, χτίζοντας πολύπλοκες ενορχηστρώσεις σε πολυκάναλες κονσόλες. Ήταν επίσης το πρώτο συγκρότημα που δεν περιορίστηκε στο είδος μουσικής με το οποίο επιβλήθηκε. Ξεπέρασε τα όρια, εξερευνώντας τη φολκ, την ινδική και την κλασική μουσική. Δεν έγινε τυχαία τόσος ντόρος γύρω από το όνομά τους.

15
Μαζί με την υστερία των Μπιτλς, τα ερασιτεχνικά συγκροτήματα, τα στούντιο και τα Ινστιτούτα Αγγλικών, φυτρώνανε σαν τα μανιτάρια και οι ερασιτεχνικοί σταθμοί. Είναι απίστευτο πόσοι πειρατές είχαν εμφανιστεί εκείνη την περίοδο. Απίθανοι τύποι με χειροποίητους πομπούς που ψάχνανε στις ραδιοφωνικές συχνότητες κάποιον να μιλήσουν για τις λυχνίες τους κι άλλοι που κάνανε εκπομπές με αφιερώσεις. Α, οι αφιερώσεις. Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώσεις, γιατί ποια κοπέλα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη όταν της έστελνες με φωνή σα μελομακάρονο το Μισέλ αφιερωμένο εξαιρετικά ή το χουέν ε μαν λαβς ε γούμαν. Κι όλοι μας λίγο πολύ είχαμε λόγους σοβαρούς να κάνουμε αφιερώσεις.

16
Ο φίλος μας ο Μανόλης είχε φτιάξει έναν ερασιτεχνικό σταθμό και τον είχε εγκαταστήσει στο πλυσταριό. Το πρόβλημα με το Μανόλη ήταν ότι δεν είχε λέγειν. Ήταν εξαιρετικός με τα μηχανήματα, αλλά από λέγειν μηδέν. Ήταν κι ένα μοδιστράδικο εκεί πιο κάτω κι ήθελε να εντυπωσιάσει τις κοπέλες. Οπότε είχε φωνάξει ενισχύσεις. Άλλο που δε θέλαμε εμείς. Αλλά πόσοι να χωρέσουμε μέσα σε ένα πλυσταριό; Πάντως, όταν μας συνέλαβε η αστυνομία ένα απόγευμα του χειμώνα, ήμασταν έντεκα πατικωμένοι σα σαρδέλες! Μόλις είχαμε βάλει το τραγούδι γουάιλ μάι κιτάρ τζέντλι γουίπς. Έπεσαν από τα σύννεφα οι αστυνομικοί όταν μας είδαν  και δεν ήξεραν τι να μας κάνουν. Έλεγαν αυτοί, λέγαμε εμείς, κλαιγόταν από δίπλα η δόλια μάνα του Μανόλη, «Αχ η καρδιά μου, κυρ αστυνόμε η καρδιά μου!». Τελικά αποφάσισαν να κατάσχουν το σταθμό, να πάνε το Μανόλη στο αστυνομικό τμήμα κι οι υπόλοιποι να δώσουμε τις ταυτότητες για περαιτέρω έλεγχο. «Παιδιά, μη σας ξεφύγει κουβέντα για τη σύλληψη του Μανόλη, σας παρακαλώ, κουβέντα. Να μην του βγει το κακό όνομα του παιδιού» θυμάμαι αξέχαστα τα λόγια της μάνας του καθώς βγαίναμε ολόκληρος στρατός από το σπίτι. Εμείς δεν είπαμε κουβέντα, αλλά την άλλη μέρα όλη η συνοικία ήξερε τι είχε συμβεί. Είχαμε ξεχάσει το μικρόφωνο ανοικτό, έτυχε κάποιοι ν’ ακούσουν τη στιχομυθία με τους αστυνομικούς κι από σε στόμα διαδόθηκε η ιστορία διαστρεβλωμένη και διογκωμένη, όπως γίνεται πάντα στο κουτσομπολιό. Αφού, να σκεφτεί κανείς, ότι το έμαθε κι ο πατέρας του που ήταν ναυτικός, τον ενημέρωσε κάποιος συγγενής με γράμμα βάζοντας σαν υστερόγραφο για να τον παρηγορήσει, «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες!».  

17
Έχουμε πια για πάντα αποχαιρετήσει εκείνη την εποχή, βρισκόμαστε στη δίνη μιας άλλης. Ο μύθος των Μπιτλς έχει ξεθωριάσει. Η νέα γενιά αυτά τα ακούει βερεσέ. Αρχίζει με τα δικά της δεδομένα. Κι ίσως να μη μάθει ποτέ ότι λειτουργεί χάριν εκείνης της ελευθερίας που εξέφρασε τότε η δεκαετία του εξήντα της οποίας ένα από τα αστέρια της ήταν κι οι Μπιτλς. Είτε ήταν προϊόν της βιομηχανίας δίσκων, είτε μια αυθεντικά καλλιτεχνική έκφραση, είτε και τα δύο μαζί. Γιατί, βέβαια, πολύς λόγος έχει γίνει αν το φαινόμενο Μπιτλς δημιουργήθηκε εντέχνως, ώστε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για άλλους καλλιτέχνες με κοινωνικά προβληματισμένο στίχο ή για να αποπροσανατολίσει τις λαϊκές διεκδικήσεις. Προσωπικά δεν έχω ιδέα. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος, ούτε μουσικοκριτικός. Καταγράφω μόνο μερικές αναμνήσεις στην καλύτερη περίπτωση, στη χειρότερη δανείζομαι σχόλια και αντιγράφω απόψεις. Ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.