Αδιέξοδο και ρημαδιό στον αστερισμό του Κυνός

1
Μυστήριο μέγα καλύπτει ως και τις μέρες μας την προέλευση αυτού του θορύβου άπαξ του έτους που αναστατώνει αυτήν την περιοχή. Ένα βαρύ ακούγεται ντάπα της ντούπα της λες κι η καρδιά της γης γυρεύει ανάμεσα στα κατσάβραχα να βρει μια διέξοδο για να ξεσκάσει. Πρόκειται για μια περίεργη περίπτωση ανερμήνευτη παρά τις επισταμένες έρευνες που διεξήχθησαν τόσο από επιφανείς επιστήμονες του κλάδου της γεωλογίας, όσο κι από ιδιώτες επιρρεπείς στα ανεξήγητα φαινόμενα. Πλην τούτων, ονομαστά πανεπιστήμια της Εσπερίας, αλλά και ξακουστά ερευνητικά κέντρα της αλλοδαπής, ενδιαφέρθηκαν για το ασυνήθιστο αυτό φαινόμενο και μάλιστα αναπτυχθήκανε θεωρίες εντυπωσιακές, αλλά πειστική απάντηση μέχρις τις μέρες μας δεν έχει δοθεί. Κι έτσι ο γρίφος αυτού του θορύβου, αυτό το μακάβριο ντάπα της ντούπα της, εκτός από τουριστικό αξιοθέατο, παραμένει μια ανοιχτή πρόκληση στις υπαρξιακές αναζητήσεις του καθενός, μια αλληγορία τραυματισμένη, μια υπογράμμιση των ημερών που φεύγουν και των ημερών που έρχονται.


2
Από τον τουριστικό οδηγό. «Στα σκαλοπάτια των σπιτιών ξενυχτούν των ερώτων τα θραύσματα ενώ στις καμινάδες φτεροκοπούν αδέξια οι καρακάξες και στις αυλές οι κότες τσιμπολογούν τα δευτερόλεπτα. Οι εποχές στριμώχνονται στους διαδρόμους της Ιστορίας, τα νυχτολούλουδα κρατούν άυπνες τις νύχτες του καλοκαιριού κι η βροχή ρουφάει το βλέμμα του χειμώνα. και τα αποδημητικά πουλιά κουβαλούν το χρώμα του ουρανού από περιοχή σε περιοχή κι όλο φέρνουν νέα που μόνο νέα δεν είναι, χιλιοειπωμένες ζωές, τα ίδια και τα ίδια».

3
Κατασκευαστής αναμνήσεων: Οι λογοκριμένες φωνές των προγόνων και τα αποδημητικά πουλιά μοιάζουνε με διάττοντες αστέρες μεταφυσικά προσαρμοσμένοι στα μύχια όνειρα ενός, λέει, μεγάλου ξεσηκωμού, μπαμ και μπουμ οι τουφεκιές, «Μωρέ Πάσχα έχουνε αυτοί εκεί πέρα!» αναρωτιέται ο πόρφυρας το μεγάλο ψάρι αναγεννημένος εκ της τέφρας του και του μεθυσιού τη ζάλη, τη θέση του διεκδικώντας στις εξέδρες της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και το πάνθεον των κολασμένων. Τι πέταγμα πάνω από το χιλιοβαφτισμένο Πάσχα, τι ηδονικός ίλιγγος στη σκιά των πηγαδιών! Σπάνια επιτυγχάνεται τέτοιο μασκαραλίκι.
«Μα γιατί δε μπορείς να πεις τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη κι αναγκάζεσαι να μασάς τα λόγια σου και να κρατάς το ημερολόγιο με παρομοιώσεις και υπονοούμενα;» γράφει ένας άνεργος στη μάντρα.
«Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να κρατηθεί μια ανοιχτή φλέβα που να συνδέει το παρόν με την κοιλιά της Περσεφόνης». Απαντά με φωτογραφική ακρίβεια ο τροχονόμος από το καφενείο της πλατείας.

4
«Και τι τόπος είναι αυτός; Μπορείτε να τον δείξετε στο χάρτη;» Ρωτάει ένας μαχμουρλής, ακόμη δεν έχει καλοξυπνήσει. Κι ο ξεναγός του απαντάει μετά παρρησίας ανυπόφορης.
Δεν χρειάζεται χάρτης, είναι αναγνωρίσιμος δια γυμνού οφθαλμού στην απλωσιά του μεσημεριού. Οι κάτοικοι έχουν ρυτίδες στο μέτωπο και έγνοιες στα μάτια, τα δάχτυλά τους λυγίζουν από την προσδοκία μιας σύνταξης και τα απογεύματα με την καλοσύνη του καιρού βολτάρουν στην πλατεία κρατημένοι αγκαζέ με τη γκρίνια των συζύγων τους.  Οι τοπικές εφημερίδες δοθείσης ευκαιρίας τόνιζουν με υπερηφάνεια, «Εδώ είναι άλλος κόσμος» κι εννοούν ότι είναι ο κόσμος ο αληθινός, ο πέραν τόπου και χρόνου, ένα μεταβλητό θεώρημα γεωμετρίας όπου η υποτείνουσα αντιδιαστελλόταν με το εαυτό της και το ρεφρέν του τραγουδιού αμάσητη κατάπινε τη λαχτάρα.
«Μωρέ μπράβο λέγειν!» σχολιάζει η διευθύντρια της τραπέζης.

5
Χορός γυναικών. Οι γυναίκες με φουρτουνιασμένο το μυαλό βολοδέρνουν στα καταστήματα κουβαλώντας τσάντες, τσέπες, φόδρες, μαντηλάκια, και με όλο υποψία βλέμμα για την ποιότητα και την τιμή των αγαθών κοιτούν τις βιτρίνες ταλαιπωρημένες από τις ανάγκες, μισό κιλό κιμά, μερικοί σπόροι λουλουδιών, τρία μέτρα ύφασμα, ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, απορρυπαντικό, μαξιλαροθήκες, ικανή ποσότητα κουτιών γάλατος, κουμπιά, τσιμπιδάκια.

Χορός αντρών: Οι άντρες ντυμένοι στη γραφειοκρατία έχουνε ένα τουπέ, μα ένα τουπέ! Κρατούν τα μπόσικα σαν ακρίτες των συνόρων κουρδίζοντας ρολόγια, ποτίζοντας το αυτοκίνητο, πληκτρολογώντας απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έχουν ακόμη διατυπωθεί κι άλλες τέτοιες ασχολίες.

Μεικτός χορός: Γυναίκες και άντρες αφήνουν μερικά κουτσομπολιά στο σαράφικο της επικαιρότητας και στο φινάλε αμολάνε κι ένα σχόλιο για τον καιρό στο πλαίσιο της ξελογιάστρας θάλασσας και των στρυφνών οροσειρών, της γεωγραφίας δηλαδή γιατί η γεωγραφία είναι το υπαρξιακό αντίστοιχο της μοναξιάς μας, ένας αντίλαλος ουρλιαχτού από δακρυσμένες ώρες, ανεπιβεβαίωτες φήμες, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και αξεπέραστα όρια ανάμεσα στο πριν, το μετά και την κατά φαντασία ζωή.
Δηλαδή όλα αυτά είναι αποκυήματα ζωηράς φαντασίας; Αναρωτιέται ο διευθύνων σύμβουλος ενός νεοπαγούς ιδρύματος ακαθόριστης αρμοδιότητας. 

Ξενοδοχοϋπάλληλος. Α, όλα κι όλα, είμαστε πάντα ενημερωμένοι, ασχέτως που ανασαίνουμε με καλάμι, εμάς ξεχειλίζει η ευγένεια από τα μπατζάκια μας όταν απαντάμε στο τηλέφωνο και το χαμόγελό μας είναι ένα οικόσιτο φάντασμα που ξεπορτίζει από το παλιό εκκρεμές του σαλονιού και τα ίχνη μας χάνονται στο περσικό χαλί κι όλο λέμε και ξαναλέμε, «Τα φαινόμενα απατούν» διότι πώς αλλιώς θα αποδεχτούμε ότι είναι άδειο το στόμα μας και κλειστά τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.  

«Μα τι συμβαίνει κι ο κόσμος δεν πεθαίνει σήμερα όπως πέθαινε παλιά;» ρωτάει ο ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών Ιωάννης Πατσάς, φιλόσοφος από τα γεννοφάσκιά του, τον ιδιοκτήτη του διπλανού καθαριστηρίου κύριο Σαράντη Σαραντάπηχο, πλην όμως δεν τον άκουσε γιατί έχει την προσοχή του στραμμένη στα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων, μακρινό Μάντσεστερ, μακρινό Ντόρτμουντ, μακρινή Ανδρομέδα, χαμένη Ατλαντίδα. Κι έχουν μαζευτεί οι μύγες στα σταυροδρόμια.  

10 
Με την ομπρέλα του οιδιπόδειου. Δε λησμονώ τα στερνά λόγια της μάνας μου, «Δε θα αργήσω διόλου, μια ματιά θα ρίξω, μόνο μια ματιά» μου είχε πει και περπάτησε στα νερά της Αχερουσίας κι ύστερα γλίστρησε στου φεγγαριού το φέγγος κι έκτοτε δεν την ξανάδα και κανείς πλέον δεν μεριμνά για το μπριάμ, το φρικασέ και το στιφάδο, από τα έτοιμα της τηλεόρασης ντερλικώνουμε.

11
Προκήρυξη: κι ούτε είναι βέβαια δυνατόν να κλειστεί με μια κόπιτσα το παράθυρο που ρημάζει στους αναστεναγμούς του μανιασμένου αέρα ή να σταματήσουν με ένα σπόγγο τα νερά που στάζουν από το ταβάνι κι ούτε να μπει μια κάποια τάξη στο τραπέζι με τα ψίχουλα και τα αποφάγια από αγάπες με μισοτελειωμένες τις κινήσεις, δεν είναι να τα προσπερνάς αδιάφορα αυτά τα ζητήματα γιατί θα έρθει η στιγμή που θα τα βρεις μπροστά σου ένα μεγάλο βράδυ χοντρό σα μοσχάρι, οπότε τότε τι κάνεις που ακόμη και το ξημέρωμα σ’ αρνιέται κι είναι οι ώρες δίχως μετάφραση κι άντε να τα βγάλεις πέρα με το χοντρό σα μοσχάρι βράδυ που ανοίγει τη μαύρη τσάντα του, «Ισολογισμός» λέει κοφτά, όπα της, και τώρα τι κάνουμε; «Ξέρετε, εγώ έζησα στις παρυφές του καιρού» απαντάς, πλην όμως δεν πιάνουνε αυτά, διότι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, οπότε κι εσύ, δηλαδή εγώ, δηλαδή εμείς αρπαζόμαστε από την τεχνολογική εξέλιξη της Ιαπωνίας και αναφωνούμε όλο ενθουσιασμό γιαμαμότο σαμουράι, σα να λέμε νενικήκαμε και το άλτερ έγκο μας βρίσκεται στο μπαλκόνι έτοιμο να βουτήξει στο κενό σπρωγμένο από φροϋδικά συμπτώματα ενσωματωμένα σε φωτορομάντσα και την αναλγησία των αγορών.

12
 Λαχανιασμένος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. (Πανθομολογουμένως, γεννηθήκαμε σε άσχημο καιρό κι άσχημο τόπο, ήρθαν κι ανάποδα τα πράγματα. Αλλά μην το πείτε κανενός ότι όλες μας οι καταθέσεις βρίσκονται στο λογαριασμό της λησμονιάς.)

13
Παραθεριστές: Τα πράγματα συνδέονται με μια κρυφή αλληλουχία, διότι πώς να επιβιώσει η γάτα δίχως το ποντίκι; Μόνο με χαρτιά; Χμ, δε γίνεται. Κι έτσι γεμίζει το καλοκαίρι με σκιές που κάνουν ηλιοθεραπεία στις παραλίες της Ιθάκης ή ερωτεύονται στα μελτέμια της Δήλου κι είναι των αδυνάτων αδύνατο να βρεθεί εκείνο το σοκάκι την επιστροφή μας να χαιρετήσει στο άθιχτο γυαλί. Κι οι μέρες μας κάθονται η μία πλάι στην άλλη σα μύγες που περιμένουν υπομονετικά το φθινόπωρο.

14 
Νοσταλγικό και απολογητικό ύφος ενώ ένας πιανίστας συνοδεύει το φαγητό. Μας έχει προδώσει βέβαια κι η ηλικία, έχουμε γίνει εξπέρ στο να αποφεύγουμε τις συνειδητοποιήσεις, μιλάω για τις πετσέτες φαγητού που έχουν αντικατασταθεί από χαρτοπετσέτες κι ότι το ίδιο το φαγητό ανήκει στο παρελθόν κι ότι πλέον τρεφόμεθα με αέρα κοπανιστό διανθισμένο με πικάντικες πινελιές ζωγραφικής. Αλλά υπήρχε μια εποχή που τρώγαμε φαγητά. Για παράδειγμα τα μακαρόνια Νο 6 με σάλτσα ντομάτας ή το ψητό, στέλναμε το ταψί με το Γιαννάκη στο φούρνο, δώδεκα φράγκα στοίχιζε το ψήσιμο, ο πληθωρισμός μας έχει αλαλιάσει, βέβαια, αλλά πάλι δε μπορούσες να μην ψήσεις το ψητό σου! Ήταν άλλοι εκείνοι οι καιροί που από την κοπριά έβγαινε λουλούδι εν αντιθέσει με τις μέρες μας που συμβαίνει το αντίθετο.

15
Συμβολαιογράφος. Έτσι και χαθεί η ισορροπία, μόνο το χειροκρότημα της πτώσης απομένει να συντροφεύει την κάθοδο στον Άδη μέσα από τις αλματώδεις επιτεύξεις της τεχνολογίας. Χρεωμένοι την βιοπάλη, ουδείς κίνδυνος υπάρχει να αφουγκραστούμε τις φωνές των προγόνων και να δούμε αλλιώτικα φωτισμένα τα πρόσωπά μας, γιατί νοθεύτηκε η συνείδησή μας με απομνημονεύματα της καρπαζιάς κι έχουμε μεταβληθεί σε αναμνήσεις του εαυτού μας.
Πιο αργά, δεν προλαβαίνω την απομαγνητοφώνηση… Αναμνήσεις του εαυτού μας…

16
Ψόγος για τα Κλασικά εικονογραφημένα: Πάντα την ψυχή μας θα ταλαιπωρεί μια λαίδη Τάδε, εκδίκηση γυρεύοντας με ένα κουταλάκι, διότι δεν έχει πρόχειρη φουρκέτα. Πάντα το βλέμμα μας θα φοβάται τους ραγισμένους καθρέφτες και δεν είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος, ένας οιωνοσκόπος, ας πούμε, μια ανεμοδούρα εν ανάγκη για να δώσει ένα άλλοθι στις λογιστικές ατασθαλίες των ανεξόφλητων ετών, των χρεοκοπημένων αιώνων! Πάντα βρίσκεται κάποιος να περιμαζέψει την ελευθερία μας και να πληγώσει την ευαισθησία μας, ψιλά γράμματα αναντίρρητα στο σκηνικό της δυσδιάστατης πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι πάντα βρίσκεται κάποιος να αμφισβητήσει την σπονδυλική μας στήλη, το μεδούλι δηλαδή των ονείρων μας. Και τι σχέση έχει αυτό με τα κλασικά εικονογραφημένα; Ε, πώς, αφού εξ όσων θυμάμαι, τότε οι εικόνες αντικαταστήσανε τις λέξεις. Μέχρι που φτάσαμε σήμερα να  επικοινωνούμε με χαρτονομίσματα.

17
Στα έδρανα της βουλής αναπαύεται μακάριο το μέλλον.
Οι σκέψεις είναι μανταλάκια. Σαν πουλιά σφίγγουν το τεντωμένο σκοινί της μπουγάδας δίχως κρεμασμένα τα ρούχα κι είναι το φεγγάρι βουλιαγμένο στον κύκλο του μαζί με τις γιορτές και τις προφητείες του Μαρτίου, «Καληνύχτα Ιούλιε Καίσαρα» και μια βροχούλα μουρμουρίζει σα νεκρολογία «Καλύτερα είναι στη θάλασσα», ναι καλύτερα η θάλασσα με το αρμένισμά της κι ας είναι σάπια τα νερά και δεν πειράζει που στο τέλος τα κλέβουν όλα οι επιτήδειοι βρίσκοντας την ευκαιρία που οι πεθαμένες συνήθειες έχουν αποκοιμίσει τις κινήσεις μας και έχουν προσανατολίσει τις έγνοιες μας στα μπλεξίματα των αστεριών διότι σου λέει έχει πέσει μάστιγα ακριδών στα αστέρια, μια σπάνια ράτσα πολύ αποτελεσματική, άντε να τα βγάλεις πέρα.
Μάστιγα ακρίδων; Τι μου λέτε;
Ακριβώς, μάστιγα ακρίδων!

18
Ένας παραμυθατζής πρώην παγοπώλης: Κι αίφνης λες κι όλοι ήταν συνεννοημένοι κατεβαίνουν στην επόμενη  στάση τάχα προς νερού τους, ότι θα πάνε να ανακουφιστούν και απομένουν οι πράξεις των ηρώων μόνες κι έρημες να ταξιδεύουν στη δυσεντερία του διαστήματος. Ίσως όμως να φταίνε οι εποχές, εκείνα τα «μακάρι», τα ευχέλαια εκείνα και τα τρισάγια, μιλώ για των Θεοφανείων το λαμπρό εορτασμό πριν έρθει η ψυχή στο στόμα με γεύση χώματος, πριν τις υποσχέσεις ότι θα τηλεφωνηθούμε εξάπαντος και θα βρεθούμε σε μια παραλία δίχως internet και με τους νυσταγμένους σταυραετούς να κυματίζουν το υπερμάχω, σταυραετοί με δυο κεφάλια, κοτζάμ Κωνσταντινούπολις, δεν είναι να αψηφάς το νανούρισμά της. «Εμείς νίπτουμε τας χείρας μας για ό,τι θα συμβεί, δεν έχουμε άλλη επιλογή, ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι». 

19
Προσωπικό αρχείο: Είμαστε παρενθέσεις της ζωής μας ανάμεσα στις εποχές της απουσίας κι μόνο από συνήθεια ανοίγουμε το παράθυρο, δίχως να περιμένουμε τίποτα να αντικρίσουμε. Θυμάμαι τις προάλλες πόσο εξεπλάγην συναντώντας στο ανοιχτό παράθυρο το άγαλμα ενός ήρωος να ποτίζει τα λουλούδια, «Βρε Παναγή τι κάνεις αυτού;» είπα αυθόρμητα και συμπλήρωσα, «Τι περίεργο, μου πέρασε από το μυαλό για μια στιγμή ότι ήσουνα ο Μπέρτολτ Μπρεχτ!» και μέσα μου σκεφτόμουν, «Πάλι καλά που θυμήθηκα το πρόσωπο και το όνομα», μου είχε διαφύγει ότι τυχαίο ήταν το όνομα και φανταστικό το πρόσωπο. Κι εκείνος μου αποκρίθηκε σε άπταιστα κορακίστικα, «Ας μην ξαναπερπατήσουμε στον ίδιο δρόμο, σβηστά είναι τα κεριά κι οχλοβοή μεγάλη γίνεται ανάμεσα από τις ακριβές πορσελάνες, τα αποσιωπητικά και τις αναπαυτικές πολυθρόνες» εννοώντας ότι και τα ναυάγια και οι φάροι αγκαλιά τραβάνε στην αθανασία.

20
Δηλαδή για να καταλάβω, τι ακριβώς συνέβη πριν αρχίσει αυτό το ετήσιο ντάπα ντούπα; Ρωτάει εκείνος ο τεμπελχανάς.
Μα καλά, τόσην ώρα τι έλεγα;
Άρες μάρες κουκουνάρες, αδύνατη η αποκρυπτογράφηση.

21
Όπως νομίζετε, ας τελειώσω λοιπόν ανηφορίζοντας στην αρχή. Μια φορά το χρόνο σ’ εκείνη την περιοχή ακούγεται ευδιάκριτα ένας βαρύς μονότονος ήχος, ντάπα και ντούπα, ντάπα και ντούπα. «Βρε τι είναι τούτο που πάθαμε;» Απευθύνθηκαν σε ειδικούς, «Πρόκειται για ομαδική υστερία, καθαρό φαινόμενο αυθυποβολής» γνωμάτεψαν εκείνοι, όταν όμως ήρθαν στην περιοχή για επιτόπια έρευνα κι άκουσαν το τύμπανο να χτυπάει, αλλάξανε ρότα κι απέδωσαν το φαινόμενο σε κάποια αντήχηση γεωλογικής αιτιολογίας. Μα τι αντήχηση ήταν αυτή; Και πώς γινόταν να ακούγεται άπαξ του έτους; Το αποδώσανε στο λιώσιμο του χιονιού, κάτι έπρεπε να πουν κι ύστερα φύγανε για να ασχοληθούν με τις καριέρες τους. Κι απόμεινε ο τόπος αυτός μέσα στα χρόνια να εκμεταλλεύεται τουριστικά τον ανεξήγητο θόρυβο του. Αυτός ο τόπος, το μυστικό του, η αλληγορία του, αυτός ο τόπος εγώ, εσείς, εμείς.
«Κάνε μου τη χάρη, εμάς μη μας ανακατεύεις». αμύνεται ο Ιστορικός της ανθρωπογεωγραφίας.

22
Στάλα στάλα οι ώρες σβήνουνε τη μέρα κι άδικα των αδίκων πάνε οι αλληγορίες με τους ρινόκερους. Ωχού, τίποτα δεν τελειώνει καθωσπρέπει, ο λάθος χρόνος, ο λάθος τόπος, οι λάθος άνθρωποι… Ήταν όμως κι η ιστορία ανεκπλήρωτη, ένα αδιέξοδο μέσα στο ρημαδιό κι ιδού τα χάλια της, μια χαλασμένη ραπτομηχανή.
Δεν έχεις τίποτα πιο χειροπιαστό;
Τόσες πολλές απουσίες ανάμεσα σε αποσιωπητικά δεν τις αντέχει η ψυχή.
Τώρα μάλιστα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας! Σχολιάζει ο μεικτός χορός.